Όσοι αναπνέουν την κιμωλία μέσα στις σχολικές αίθουσες γνωρίζουν καλά ότι πολλές φορές οι σχολικές γιορτές γι΄ αυτή ή την άλλη εθνική επέτειο μόνο χασμουρητά προκαλούν σε όσους, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς, είναι υποχρεωμένοι να τις παρακολουθήσουν. Ίσως γιατί η κυρίαρχη πολιτική προωθεί την άγνοια του παρελθόντος καθώς γνωρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο υπονομεύει κάθε δυνατότητα δράσης στο παρόν.
Ίσως γιατί στο κλίμα της εποχής ευδοκιμεί η υποταγή σ’ ένα παρόν που θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, ενώ συγχρόνως ξεριζώνονται ερωτήματα που μπορούν να υπονομεύσουν αυτή την εικόνα.
Ίσως και γιατί οι περισσότεροι δεν αντέχουν να ακούν σε κάθε επέτειο για πατρίδα, αγώνες, θυσίες και «εθνική υπερηφάνεια», για «εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία», πολλές φορές άλλοτε από εκείνους που εκποιούν κομμάτι κομμάτι την ελληνική γη και φτωχοποιούν τον λαό, άλλοτε από εκείνους που έχουν σκύψει το κεφάλι σε αυτή την κατάσταση.
Σε ποιον ανήκει η Ιστορία
Ίσως για κάποιους από αυτούς τους λόγους να κοιτούν, δάσκαλοι, γονείς και μαθητές, συχνά ...
τα ρολόγια τους πότε θα τελειώσει κι αυτή η σχολική γιορτή. Ισως κάποιοι από αυτούς τους λόγους να πριμοδοτούν την αδυναμία μεγάλου τμήματος των μαθητών να διηγηθούν σε γενικές γραμμές το «τι», το «πώς» και το «γιατί» σε σημαντικούς σταθμούς της νεοελληνικής Ιστορίας δίνοντας την ευκαιρία σε κάποιους σχολιαστές των ΜΜΕ να ξεσκονίσουν τα ρεφρέν τους για τις «ευθύνες των εκπαιδευτικών» και την «αμορφωσιά των σημερινών μαθητών» και να πετροβολήσουν γενικώς και αδιακρίτως το σχολείο και τα ζωντανά του στοιχεία ως αστοιχείωτα, κρύβοντας επιμελώς και υποκριτικά την επίδραση που προκαλούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των μαθητών τα δικά τους «τηλεοπτικά σκουπίδια».
τα ρολόγια τους πότε θα τελειώσει κι αυτή η σχολική γιορτή. Ισως κάποιοι από αυτούς τους λόγους να πριμοδοτούν την αδυναμία μεγάλου τμήματος των μαθητών να διηγηθούν σε γενικές γραμμές το «τι», το «πώς» και το «γιατί» σε σημαντικούς σταθμούς της νεοελληνικής Ιστορίας δίνοντας την ευκαιρία σε κάποιους σχολιαστές των ΜΜΕ να ξεσκονίσουν τα ρεφρέν τους για τις «ευθύνες των εκπαιδευτικών» και την «αμορφωσιά των σημερινών μαθητών» και να πετροβολήσουν γενικώς και αδιακρίτως το σχολείο και τα ζωντανά του στοιχεία ως αστοιχείωτα, κρύβοντας επιμελώς και υποκριτικά την επίδραση που προκαλούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των μαθητών τα δικά τους «τηλεοπτικά σκουπίδια».
Κι όμως, στην πρώτη επέτειο του ΟΧΙ, το 1941, στα πιο μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής, χιλιάδες απλοί άνθρωποι, με κίνδυνο της ζωής τους ξεχύθηκαν στους δρόμους της σιδηρόφρακτης Αθήνας για να τιμήσουν την ίδια τους την Ιστορία.
Γιατί αυτή η Ιστορία ανήκει στους απλούς ανθρώπους. Ανήκει στον εργαζόμενο λαό, αυτόν που παράγει με τα χέρια του και το μυαλό του τα μύρια αγαθά ενώ την ίδια ώρα γεύεται πείνα και ανασφάλεια. Ανήκει σε αυτούς που αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωση γιατί κάποιοι σαν και αυτούς τόλμησαν πριν από εβδομήντα χρόνια να πούνε «ΟΧΙ» στη σκλαβιά, την ίδια ώρα που το σύνολο της κυρίαρχης τάξης, των πλουσίων, των κομμάτων που εξουσίαζαν, οι πολιτικοί πρόγονοι αυτών που σήμερα μιλάνε στις τηλεοράσεις για ανεξαρτησία και δημοκρατία, είτε έφευγαν στο εξωτερικό, είτε συγκυβερνούσαν με τον κατακτητή στα μαύρα χρόνια 1940-1944.
Ήταν αυτοί που έγραφαν το 1941 για τη νύχτα που κατέβηκε η σβάστικα από τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα τα παρακάτω: «Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξαίρεσαν εν ώρα νυκτός την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο πράξιν. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματός της περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της πατρίδος μας» (Eφημερίδα «Βραδυνή», 2/6/1941).
Να ανεμίσει η σημαία της αλήθειας!
Χρόνια τώρα την Ιστορία μας τη φόρτωσαν με ψέματα ή μαλάματα και έκρυψαν το πρόσωπό της. Και είναι καιρός να αποκαλυφθεί το αληθινό της πρόσωπο. Οι δάσκαλοι πρώτοι από όλους οφείλουν να αφήσουν τα παραμύθια και να δώσουν στον δράκο το πραγματικό του όνομα, να δείξουν με το χέρι τους κακούς, να αποκαταστήσουν την αλήθεια, να ξεσαβανώσουν τους νεκρούς και να τους βάλουν μπροστά οδηγούς στη δράση.
Να ανεμίσει η αλήθεια:
• Ότι ο φασισμός είναι γέννημα-θρέμμα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού.
• Ότι τα πραγματικά αίτια του πολέμου ήταν το μοίρασμα του κόσμου απ΄ τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε σφαίρες επιρροής, αλλά και το τσάκισμα του εργατικού κινήματος.
• Ότι οι κύριοι αιμοδότες και πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης ήταν το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ – ότι αυτοί ξεσήκωσαν τον κόσμο και αυτοί σήκωσαν το βάρος της αντίστασης.
• Ότι το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα, καθώς η πλειονότητα από τους πολιτικούς που κυβερνούσαν τη χώρα έφυγαν στην Αίγυπτο ενώ δεν έλειψαν και αυτοί που στελέχωσαν τις τρεις «ελληνικές» κατοχικές κυβερνήσεις των κουίσλιγκ χτυπώντας, μαζί με τους κατακτητές, τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, φορώντας ακόμη και την αποκρουστική κουκούλα του προδότη.
Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο αστός πολιτικός Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Λίγους μήνες πριν, στις 31 Οκτωβρίου 1940 μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας ο Νίκος Ζαχαριάδης, Γ.Γ. του ΚΚΕ με το γράμμα του προς τον ελληνικό λαό τόνιζε:
«Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ… Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα ‘ναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της».
Και τότε αίφνης ξαναζωντάνεψαν οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι Ανδρούτσοι, οι Κολοκοτρωναίοι και οι Καραϊσκάκηδες και πιάστηκαν χέρι με χέρι με τους μαυροσκούφηδες του Άρη, με τα παλικάρια της Καισαριανής και της Κοκκινιάς και ενώθηκε ο λαός και οργανώθηκε ο λαός και αγωνίστηκε ο λαός.
74 χρόνια μετά – σήμερα
Από τον καιρό εκείνο, την εποχή των παππούδων και των πατεράδων μας, πέρασαν 74 χρόνια. Σήμερα, δεν κατεβάζουν πια την ελληνική σημαία από την Ακρόπολη, μόνο κάτι απλήρωτους συμβασιούχους του υπουργείου Πολιτισμού ψεκάζουν σαν τα κουνούπια οι δυνάμεις καταστολής, χτυπώντας και σέρνοντάς τους σαν τα σκυλιά. Σήμερα, δεν πουλά κανείς το σπίτι του για ένα τσουβάλι σιτάρι στους μαυραγορίτες, αλλά του το κατάσχει η τράπεζα για λίγα ευρώ. Σήμερα, δεν μας πολεμάν οι Γερμανοί με τανκς και Στούκας, απλώς μας πουλάν τα παλιοσιδερικά τους, έτσι που καταχρεωμένοι δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι. Σήμερα, δεν κλέβουν τη σοδειά μας, αλλά μας επιβάλλουν πρόστιμα, αν παράγουμε έστω κι ένα κιλό παραπάνω απ΄ το πλαφόν που έχει καθοριστεί στις Βρυξέλλες. Xιλιάδες οι άνεργοι, η βιομηχανία και η μεταποίηση πέφτει σαν τραπουλόχαρτο και οικονομικά τζάκια, αφού ξεζούμισαν τον εργάτη, το μετανάστη, τον ελαστικό τετραωρίτη μεταφέρουν σαν ύαινες που οσμίζονται το αίμα τα εργοστάσιά “τους” στις διπλανές χώρες των ακόμη πιο φτηνών χεριών.
Η Δική μας πατρίδα
Να το καταλάβουμε. Η μια πατρίδα μας ταξιδεύει στα ελβετικά σαλέ, παίρνει μίζες από τις Siemens, αγοράζει κάμερες που φωτογραφίζουν το λαό, έχει εφεύρει δεκάδες τρόπους για να θωρακίζει το «είναι» και το «αντέχειν» της από τον εσωτερικό εχθρό της. Η άλλη πατρίδα τρέχει για το μεροκάματα, ζει με 300 ευρώ, πεθαίνει στην ανεργία και στην αλλότρια εργασία, αναγκάζεται να πληρώνει τις θηλιές των τραπεζών που βλέπουν τα αμύθητα κέρδη τους να αυξάνονται.
Αυτές οι δύο πατρίδες συγκρούονται. Άτυπα και φανερά.. Υπόγεια και στους δρόμους. Άλλοτε δυνατά κι άλλοτε αδύναμα. Αλλά συγκρούονται. Ο ένας κόσμος δεν έχει τίποτε κοινό με τον άλλον. Στη Ρώμη, το χειρότερο μαρτύριο ήταν όταν έδεναν ένα υγιές κορμί με ένα σαπισμένο ώσπου να σαπίσει και αυτό. Οφείλουμε να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο γιατί αν συνηθίσουμε το κακό, θα του μοιάσουμε!
Κι όποιος, χωμένος στις συστάδες των θάμνων που τον περιβάλλουν, χάνει το δάσος από το οπτικό του πεδίο, δεν έχει παρά να υποβληθεί στη βάσανο να κάνει λίγο πίσω ή λίγο μπρος και να δει τα πράγματα όπως έχουν, όπως φτιάχτηκαν κι όπως προοιωνίζονται για αύριο. Δύσκολα πράγματα, αλλά απολύτως αναγκαία.
Αλήθεια δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτε πιο λυτρωτικό στη σημερινή βαρβαρότητα από μια σχολική γιορτή για την 28η Οκτωβρίου!
Ο Χρήστος Κάτσικας είναι εκπαιδευτικός, Γραμματέας του ΚΕΜΕΤΕ-ΟΛΜΕ και μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου – Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης
Πηγή: Βαθύ Κόκκινο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου