Δεν είναι μόνο η προκλητική και κατά παράβαση κάθε νομιμότητας (εσωτερικής και διεθνούς) επιμονή του Βερολίνου να μην καταβάλει στην Ελλάδα όλα όσα αναγνωρισμένα της οφείλει λόγω της γερμανικής κατοχής. Το Τέταρτο Ράιχ με την οικονομική πολιτική που ακολουθεί, συνιστά μια διαρκής και επιβλαβής, για όλους τους άλλους, εξαίρεση σε όλα όσα ισχύουν ακόμη και στην ΕΕ αποτελώντας την πιο πειστική απόδειξη για το πόσα λίγα χωρίζουν το «κοινό», κατά τ’ άλλα, «σπίτι των λαών» με την φάρμα των ζώων του Τζορτζ Όργουελ, όπου όλοι είναι ίσοι, αλλά ορισμένα ζώα και στην περίπτωσή μας το εξής ένα …η Γερμανία, είναι πιο ίσα από τα άλλα!
Το πιο καυτό θέμα το οποίο κυριαρχεί στις συζητήσεις και τις ζυμώσεις που είναι σε εξέλιξη στην ΕΕ αυτή την περίοδο αφορά την τραπεζική ένωση. Οι σχετικές αντιπαραθέσεις ελάχιστα...
φτάνουν στην Ελλάδα, εν μέρει δικαιολογημένα: λόγω των οξύτατων προβλημάτων βιωσιμότητας που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Τυπικά όμως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που έρχεται να αντιμετωπίσει η τραπεζική ένωση: Η δημιουργία μηχανισμών εποπτείας και έγκαιρης παρέμβασης ώστε σε μια επόμενη έξαρση της κρίσης να μην επιστρέψει το φάντασμα του 2008-2012 όταν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες κινδύνευσαν με κατάρρευση. Λέμε τυπικά, γιατί επί της ουσίας η τραπεζική ένωση, άρρητα, επιταχύνει την επέκταση των γερμανικών τραπεζών σε όλη την Ευρώπη. Αυτό είναι το διπλό σχέδιο της Γερμανίας: Πρώτο, να ανασχέσει την τάση εθνικού κατακερματισμού των τραπεζών. Πρόκειται για μια δυναμική που ενισχύεται απότομα τα τελευταία χρόνια όπως έδειξε πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, με ημερομηνία 9 Μαρτίου. Εκεί αναφέρεται κατά λέξη πως «ο διασυνοριακός διεθνής δανεισμός έπεσε από 22,7 τρις. δολ. (στα τέλη Μαρτίου 2008) στα 17 τρις. δολ. στα τέλη Σεπτεμβρίου 2013. Καθώς η συρρίκνωση επηρέασε τις περισσότερες χώρες παγκοσμίως ήταν πολύ μεγαλύτερη για τους χρεώστες στην Ευρώπη, ειδικότερα στη ευρωζώνη. Οι απαιτήσεις επί των τραπεζών που περιλαμβάνονται στην ΤΔΔ στην ευρωζώνη έπεσαν κατά 2,6 τρις δολ., μια μείωση της τάξης του 31%». Προς μεγάλη δυσαρέσκεια επομένως όσων ποντάρουν στην παγκοσμιοποίηση η τραπεζική ακολουθεί μια αντίστροφη τάση! Το σχέδιο της Γερμανίας στην πλήρη του ανάπτυξη, κι αυτό είναι το δεύτερο σκέλος, περιλαμβάνει την έκφραση και στον χρηματοπιστωτικό τομέα των τάσεων που έχουν κυριαρχήσει στην παραγωγή και το εμπόριο από την μια άκρη της ΕΕ ως την άλλη, δηλαδή την άλωση των αγορών από τα γερμανικά πάντσερ! Στο τέλος της ημέρας, με άλλα λόγια, η τραπεζική ένωση θα έχει καταφέρει εκατοντάδες μικρές και μεσαίες τράπεζες της ΕΕ να εξαγοραστούν από τις γερμανικές. Στο ενδιάμεσο όμως το Βερολίνο αρνείται πεισματικά κάθε σχέδιο συνεργασίας έτσι ώστε με κανέναν τρόπο να μην εκληφθεί οποιοδήποτε παρεμφερές σχέδιο ως μηχανισμός που θα υποχρεώνει την Γερμανία να παρεμβαίνει με κεφάλαια διάσωσης υπέρ τραπεζών που βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής. Σε αυτό το πλαίσιο η τελευταία συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Βερολίνο προβλέπει ότι το «κεφάλαιο διάσωσης» που θα δημιουργηθεί θα αφορά το κάθε ξεχωριστό κράτος και θα αποκτήσει αμοιβαίο, κοινό χαρακτήρα έτσι ώστε πχ τα κεφάλαια της Γερμανίας να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την διάσωση τραπεζών άλλων χωρών, μόνο μετά από δέκα χρόνια.
φτάνουν στην Ελλάδα, εν μέρει δικαιολογημένα: λόγω των οξύτατων προβλημάτων βιωσιμότητας που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Τυπικά όμως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που έρχεται να αντιμετωπίσει η τραπεζική ένωση: Η δημιουργία μηχανισμών εποπτείας και έγκαιρης παρέμβασης ώστε σε μια επόμενη έξαρση της κρίσης να μην επιστρέψει το φάντασμα του 2008-2012 όταν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες κινδύνευσαν με κατάρρευση. Λέμε τυπικά, γιατί επί της ουσίας η τραπεζική ένωση, άρρητα, επιταχύνει την επέκταση των γερμανικών τραπεζών σε όλη την Ευρώπη. Αυτό είναι το διπλό σχέδιο της Γερμανίας: Πρώτο, να ανασχέσει την τάση εθνικού κατακερματισμού των τραπεζών. Πρόκειται για μια δυναμική που ενισχύεται απότομα τα τελευταία χρόνια όπως έδειξε πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, με ημερομηνία 9 Μαρτίου. Εκεί αναφέρεται κατά λέξη πως «ο διασυνοριακός διεθνής δανεισμός έπεσε από 22,7 τρις. δολ. (στα τέλη Μαρτίου 2008) στα 17 τρις. δολ. στα τέλη Σεπτεμβρίου 2013. Καθώς η συρρίκνωση επηρέασε τις περισσότερες χώρες παγκοσμίως ήταν πολύ μεγαλύτερη για τους χρεώστες στην Ευρώπη, ειδικότερα στη ευρωζώνη. Οι απαιτήσεις επί των τραπεζών που περιλαμβάνονται στην ΤΔΔ στην ευρωζώνη έπεσαν κατά 2,6 τρις δολ., μια μείωση της τάξης του 31%». Προς μεγάλη δυσαρέσκεια επομένως όσων ποντάρουν στην παγκοσμιοποίηση η τραπεζική ακολουθεί μια αντίστροφη τάση! Το σχέδιο της Γερμανίας στην πλήρη του ανάπτυξη, κι αυτό είναι το δεύτερο σκέλος, περιλαμβάνει την έκφραση και στον χρηματοπιστωτικό τομέα των τάσεων που έχουν κυριαρχήσει στην παραγωγή και το εμπόριο από την μια άκρη της ΕΕ ως την άλλη, δηλαδή την άλωση των αγορών από τα γερμανικά πάντσερ! Στο τέλος της ημέρας, με άλλα λόγια, η τραπεζική ένωση θα έχει καταφέρει εκατοντάδες μικρές και μεσαίες τράπεζες της ΕΕ να εξαγοραστούν από τις γερμανικές. Στο ενδιάμεσο όμως το Βερολίνο αρνείται πεισματικά κάθε σχέδιο συνεργασίας έτσι ώστε με κανέναν τρόπο να μην εκληφθεί οποιοδήποτε παρεμφερές σχέδιο ως μηχανισμός που θα υποχρεώνει την Γερμανία να παρεμβαίνει με κεφάλαια διάσωσης υπέρ τραπεζών που βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής. Σε αυτό το πλαίσιο η τελευταία συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Βερολίνο προβλέπει ότι το «κεφάλαιο διάσωσης» που θα δημιουργηθεί θα αφορά το κάθε ξεχωριστό κράτος και θα αποκτήσει αμοιβαίο, κοινό χαρακτήρα έτσι ώστε πχ τα κεφάλαια της Γερμανίας να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την διάσωση τραπεζών άλλων χωρών, μόνο μετά από δέκα χρόνια.
Γερμανική ..τραπεζική ένωση
Η απροθυμία της Γερμανίας θα μπορούσε να γίνει ανεκτή αν η ίδια δεν κράταγε ερμητικά κλειστές τις κουρτίνες της σε οποιονδήποτε έλεγχο των δικών της τραπεζών, κι αν οι φήμες δεν βοούσαν για τα μαύρα χάλια στα οποία βρίσκονται οι μικρές κρατιδιακές της τράπεζες. Καθόλου τυχαία δεν μπορεί να είναι για παράδειγμα η απόφασή εξαίρεσης από τον έλεγχο στα στοιχεία ενεργητικού που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μεγάλων γερμανικών τραπεζών όπως η Commerzbank και η HSH Nordbank, σύμφωνα με αναλυτικό ρεπορτάζ των Financial Times στις 11 Μαρτίου, υπό τον τίτλο «Οι γερμανικές τράπεζες εξασφαλίζουν διακριτικότερο έλεγχο από την ΕΚΤ». Πολύ περισσότερο καχύποπτοι μάλιστα γινόμαστε αν λάβουμε υπ’ όψη μας τις αυξανόμενες ανησυχίες στην Γερμανία για την δημιουργία φούσκας ακινήτων και των αρνητικών της επιπτώσεων επί των αξιών. Τον Οκτώβριο του 2013 ακόμη κι η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας επεσήμανε τους κινδύνους που δημιουργούνται από τις αυξήσεις ακόμη και άνω του 25% (σε σχέση με το 2010) οι οποίες καταγράφονται στις επτά μεγαλύτερες πόλεις της Γερμανίας: Βερολίνο, Μόναχο, Αμβούργο, Κολονία, Φρανκφούρτη, Στουτγάρδη και Ντίσελντορφ. Η άνοδος των τιμών στα ακίνητα της Γερμανίας (όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Αγγλία και αντίθετα με ό,τι παρατηρείται στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας) είναι αποτέλεσμα της πτώσης των επιτοκίων του ευρώ που οδηγεί επενδυτικά κεφάλαια σε εναλλακτικές τοποθετήσεις.
Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επίσης αρνήθηκε πεισματικά ακόμη και την λύση που πρότεινε ο γάλλος ομόλογός του, Πιέρ Μοσκοβισί, να μπορεί ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης να δανείζεται από τις αγορές ώστε να διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια που ενδέχεται να χρειαστούν για να σώσει μια τράπεζα. Η απάντηση του Βερολίνου ήταν πως μόνο το «εθνικό σκέλος» θα μπορεί να προβαίνει σε τέτοιο δανεισμό με την ευθύνη και την κάλυψη της εθνικής του κυβέρνησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γερμανική λύση για τις τράπεζες, ομοιάζει φριχτά με την «τελική λύση» που πρόκρινε για την Ευρώπη η προηγούμενη γενιά Γερμανών. Οι όροι υπό τους οποίους θα δανειζόταν για παράδειγμα σήμερα το ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για να στηρίξει τις τράπεζες θα ήταν απαγορευτικοί και απλώς θα επιτάχυναν την κατάρρευσή τους και την αλλαγή ιδιοκτησίας τους προς όφελος των γερμανικών τραπεζών, που είναι κι απώτερος στόχος της Γερμανίας. Το μήνυμα άλλωστε το έστειλε με όσο το δυνατόν πιο ωμό τρόπο, η Ντανιέλ Νουί, επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού που θα ξεκινήσει επίσημα τις εργασίες του το Νοέμβριο ανοίγοντας τον δρόμο για την τραπεζική ένωση με τον εξονυχιστικό έλεγχο των 120 μεγαλύτερων τραπεζών, σε συνέντευξή που έδωσε στις 9 Φεβρουαρίου στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Ο τίτλος ήταν «Αφήστε τις αδύναμες τράπεζες να πεθάνουν»! Μαζί τους όμως πλέον θα παρασέρνουν και τα κράτη, πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι συνέβαινε μέχρι σήμερα, καθώς στην αξιολόγηση των επενδυτικών τους χαρτοφυλακίων οι τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα θα βαθμολογούνται πιο αυστηρά. Το αποτέλεσμα θα είναι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που σώθηκαν με χρήματα των φορολογουμένων να αποδεικνύονται από επιφυλακτικά έως αρνητικά στην αγορά ομολόγων ακόμη και των δικών τους κρατών. Έτσι η ζητούμενη αποκόλλησή τους από τα εθνικά κράτη θα γίνει με δραματικούς όρους για τα δημόσια οικονομικά τους, καθώς θα οδηγήσει στην αύξηση του κόστους κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών των κυβερνήσεων. Με αυτό τον τρόπο οι τράπεζες θα γίνουν ένας επιπλέον παράγοντας που θα πιέζει στην κατεύθυνση μεγαλύτερης λιτότητας, αυξανόμενης φτωχοποίησης των πληθυσμών.
Η ακράδαντη βεβαιότητα της Γερμανίας ότι οι κανόνες που ισχύουν για όλους δεν μπορούν να ισχύουν και για την ίδια αποκαλύπτεται και στον τομέα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το (καλά κρυμμένο) μυστικό που βεβαιώνει την γερμανική παραβατικότητα (όσο κι αν ακούγεται παράδοξο) σχετίζεται με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που λήφθηκε το 2011 και προβλέπει την επιβολή ενός ήπιου καθεστώτος επιτήρησης για όσες χώρες διατηρούν πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ. Το πλεόνασμα της Γερμανίας πέρυσι ανήλθε σε 7,4% του ΑΕΠ και φέτος θα φτάσει το 7,3%. Όσο κι αν πρόκειται για μια απόφαση που ως στόχο έχει να κατευνάσει τις αντιδράσεις των υπόλοιπων κρατών μελών, κυρίως της ευρωζώνης, λόγω του ότι τα γερμανικά πλεονάσματα είναι η άλλη όψη των δικών τους ελλειμμάτων, φέρνει στην επιφάνεια με επίσημο πια τρόπο την βαθύτερη αιτία των ανισορροπιών στην ευρωζώνη: Την εκμετάλλευση από την Γερμανία του κοινού νομίσματος με το οποίο σάρωσε τα εμπορικά ισοζύγια των άλλων κρατών. Περιττό να ειπωθεί ότι παρά τη σχετική νύξη που έγινε πριν ένα χρόνο από την μεριά του Όλι Ρεν στις ευθύνες της Γερμανίας, τα μέτρα που προβλέπονται περιορίστηκαν σε μια φραστική σύσταση προς το Βερολίνο να εφαρμόσει μέτρα που στηρίζουν την εγχώρια ζήτηση…
Να ‘ναι καλά το ευρώ…
Το Τέταρτο Ράιχ βέβαια αντιτείνει ότι οι εξαγωγικές επιδόσεις του, που το 2013 κορυφώθηκαν όπως βεβαιώνει το γεγονός ότι το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (260 δις. δολ.), όπου περιλαμβάνονται και το εμπορικό πλεόνασμα, ξεπέρασε ακόμη και της Κίνας (195 δις. δολ.) που είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, δεν οφείλονται στις επιτυχίες που καταγράφει εντός της ευρωζώνης, αλλά εκτός αυτής. Ακόμη κι έτσι (με την συγκράτηση των γερμανικών εισαγωγών στην ευρωζώνη να οφείλεται όμως στην πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω λιτότητας κι όχι σε κέρδη ανταγωνιστικότητας των περιφερειακών πχ κρατών) η αλήθεια είναι πως οι γερμανικής εξαγωγικές επιδόσεις ουδέποτε θα είχαν επιτευχθεί χωρίς το ευρώ. Οφείλονται σημαντικά στο κοινό νόμισμα, λόγω του ότι αν η Γερμανία είχε δικό της εθνικό νόμισμα (ακόμη κι ένα κοινό νόμισμα με άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες, συγκρίσιμης υψηλής παραγωγικότητας) αυτό θα ήταν σημαντικά υπερτιμημένο, κατά 30-40%, με αποτέλεσμα τα αναμφισβήτητα παραγωγικά πλεονεκτήματα της γερμανικής οικονομίας να ακρωτηριάζονταν στον διεθνή ανταγωνισμό και τα κέρδη να έμεναν δυνητικά, να μην μεταφράζονταν σε υλοποιημένα κέρδη. Το Τέταρτο Ράιχ έτσι σήμερα καταφέρνει να διατηρεί όχι μόνο μια οικονομία υψηλής παραγωγικότητας (στηριγμένη εν πολλοίς στους χαμηλούς μισθούς) αλλά και λόγω του κοινού νομίσματος να έχει απαλλαγεί από ένα απαραίτητο συνήθως συμπλήρωμα που είναι η υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος. Χάρη σε αυτό τον συνδυασμό πέτυχε τις εντυπωσιακές εξαγωγικές επιδόσεις.
Με τη σειρά τους τα ασυνήθιστα υψηλά έσοδα από τις εξαγωγές (οι οποίες αυξήθηκαν κατά 2,6% το 2013 όταν η οικονομία μεγεθύνθηκε μόνο κατά 0,3%) τροφοδοτούν, μέσω των φόρων για παράδειγμα, και τα αυξημένα δημοσιονομικά έσοδα (ύψους 1,23 τρις. ευρώ) επιτρέποντας την δημοσιονομική πειθαρχία, με έναν τρόπο λιγότερο κοινωνικά οδυνηρό σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Καθόλου τυχαία έτσι η Γερμανία το 2013 εμφάνισε για δεύτερη συνεχή χρονιά δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 300 εκ. ευρώ, με την σημαντικότερη ώθηση να προέρχεται από τον εξαγωγικό τομέα. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ευρωζώνης ως μοναδική οδό επίτευξης των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών έχουν την λιτότητα και τις περικοπές, πασχίζοντας να κερδίσουν σε ένα παιχνίδι όπου η τράπουλα είναι σημαδεμένη. Σε αυτή την κούρσα η δέσμευση για δημοσιονομική ισορροπία που επιβάλλει η Γερμανία σημαίνει διαρκώς αυξανόμενη λιτότητα.
από τα «Επίκαιρα» μέσω ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ - Ε.ΠΑ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου