Οι δικοί μου άνθρωποι δεν διαβάζουν ποτέ αυτά που γράφω. Έχω ακούσει πως χρειάζονται μόνο δυο υπογραφές για να βρεθώ ένα πρωί έγκλειστος σε κάποιο ψυχιατρείο. Πρέπει να φυλάγομαι ξέρεις. Φαντάζομαι πως μια μέρα θα μου πουν «πάμε μια βόλτα, πάμε να δούμε θάλασσα», θα μπούμε στο αμάξι, θα με αναγκάσουν να φορέσω τη ζώνη μου, θα κλείσουν τις ασφάλειες, θα επιλέξουν στο ραδιόφωνο τον δικό τους αγαπημένο σταθμό και αλλάζοντας πορεία και διαδρομή θα βρεθούμε μπροστά στις πύλες ενός κρύου και κάτασπρου ιδρύματος.
Προς το παρόν τους ξεφεύγω, καμουφλάρομαι, κάνω τάχα ...
Τα καταφέρνω στο σπίτι. Εκεί, κατάκοπος και μεθυσμένος φτιάχνω ένα χαρμάνι με όνειρα και εφιάλτες πάνω στη χόβολη του μαξιλαριού μου και ξαπλώνω.
Ξαπλώνω στους δρόμους των Αιγυπτιακών πόλεων. Δεν έχω τελειώσει το σχολείο, μιλάω μόνο αραβικά. Κι όμως ακούω στα ελληνικά την ποίηση και τα βήματα του Καβάφη καθώς με γαζώνουν τα πολυβόλα. Κάποιος με φωνάζει άπιστο.
Ξαπλώνω σε μια πλατεία του Άργους. Στην αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης. Εδώ λεν πως ξεκίνησε ο πολιτισμός. Ίναχος ο πρώτος οικιστής, ένας μετανάστης. Ξαπλώνω γιατί αγάπησα. Αγάπησα έναν μετανάστη. Κάποιος με φωνάζει πουτάνα.
Ξαπλώνω στα πάρκα της άλλοτε ένδοξης Μόσχας. Μπορώ να ακούσω τις επευφημίες των θεατών που έρχονται από το στάδιο. Ξαπλώνω γιατί λιμπίζομαι τα ανδρικά κορμιά. Οι βασανιστές μου είναι εγγόνια περήφανων ηρώων. Δεν κλαίω για τους μώλωπες, τα σχισμένα φρύδια και τα χείλη. Κλαίω για τους γέροντες που χάψανε πως θάψανε το φασισμό. Κάποιος με φωνάζει πούστη.
Ξαπλώνω στην άσφαλτο. Ακούω θόρυβο. Το όχημα του Δήμου με τις κυκλικές βούρτσες που πετάει νερό με πλησιάζει. Σε λίγο το αίμα μου δεν θα βρίσκεται εδώ. Κάποιος με φωνάζει τζαμπατζή.
Σηκώνομαι και κουβαλώ στους ώμους μου τα οικοδομικά υλικά του κόσμου που θα χτίσουμε. Κλέβω λίγη απ’ την αστρόσκονη που αφήνουν ξοπίσω τους οι Περσείδες και την ανακατεύω με άμμο, χαλίκι και νερό απ’ τον Φονιά της Σαμοθράκης για να φτιάξω λάσπη. Ερωτεύομαι μια Αμυγδαλέζα, δεκάξι χρονών κοπέλα. Έχει έρθει με τους γονείς της για διακοπές. Στη χώρα της, τη μακρινή Αμυγδαλία, τα μεγάλα βουλεβάρτα είναι στρωμένα με λευκορόδινα άνθη. Ίδιο χρώμα και τα χείλη της. Ξαπλώνω πάνω στα άνθη και στα χείλη και κυλιέμαι ανακατεύοντας τη μπογιά … φτιάχνω χρώμα. Θα μας χρειαστεί στον κόσμο που πάει να γεννηθεί. Έχουμε βάψιμο, έχουμε δουλειές!
Κι ούτε που το φαντάζεσαι πόσο θέλω όλα αυτά να μην είναι δημιούργημα της κόπωσης, της μέθης, της παράνοιας. Ας είναι αλήθεια, ας είναι να πάμε αυτή τη βόλτα της κοσμογονίας μέχρι το τέλος, αυτή τη φορά ξαπλωμένοι σ’ όλες τις χαρές του κόσμου. Εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου