του Λεωνίδα Αποσκίτη*
Η «Νέα Τάξη Πραγμάτων» ανακοινώθηκε πρώτη φορά δημοσίως σε έναν χαρακτηριστικό λόγο του Αμερικανού προέδρου Τζωρτζ Μπους (πατέρα) την παραμονή του Πολέμου του Κόλπου.
Η «Νέα Τάξη Πραγμάτων» ανακοινώθηκε πρώτη φορά δημοσίως σε έναν χαρακτηριστικό λόγο του Αμερικανού προέδρου Τζωρτζ Μπους (πατέρα) την παραμονή του Πολέμου του Κόλπου.
Παρουσιάστηκε σαν μια νέα ισορροπία δυνάμεων χωρίς να δηλώνεται ο πολύ σκοτεινότερος σκοπός: η πολιτική και οικονομική κυριαρχία πάνω στον κόσμο από μια εξαιρετικά ισχυρή επιχειρηματική ελίτ. Βασικό στοιχείο των σχεδίων τους είναι η βαθμιαία αποδυνάμωση των εκλεγμένων εθνικών κυβερνήσεων. Κρίσιμοι τομείς της εθνικής πολιτικής όπως η διαμόρφωση της εξωτερικής, αμυντικής και οικονομικής πολιτικής θα μεταφερθούν εντέχνως στα ....
χέρια μη εκλεγμένων «υπερεθνικών» οργανισμών που ήδη βρίσκονται υπό την εξουσία τους. Ό,τι μείνει από την υποδομή της εθνικής κυβέρνησης θα χρησιμοποιηθεί για την επίλυση διοικητικών θεμάτων ρουτίνας σε τοπικό επίπεδο.
Για να υποστηρίξουν τα σχέδιά τους, οι «παγκοσμιοποιητές» έχουν έναν μικρό αριθμό ισχυρών και διαπλεκόμενων ομάδων, που αναπτύσσουν και εφαρμόζουν παρασκηνιακά την παγκόσμια πολιτική. Οι ομάδες αυτές, που συνήθως δημιουργούνται μυστικά, λειτουργούν σαν κλειστές λέσχες και είναι συνήθως ο προθάλαμος άλλων σκοτεινότερων εταιρειών (π.χ. Skull and Bones). Ανάμεσα σε αυτά τα φόρουμ, η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ θεωρείται η κατ’ εξοχήν «παράλληλη κυβέρνηση» που διαμορφώνει την πολιτική και οικονομική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσο ισχυρή επιρροή κι αν έχει, πάντως, δεν είναι παρά μια από τις πολλές διασυνδεόμενες ομάδες ειδικών ενδιαφερόντων που κυριαρχούν ως ντε φάκτο υπόγειες κυβερνήσεις.
Βαθύτερα ενσωματωμένο στην αμερικανική πολιτική είναι το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (Council for Foreign Relations), γνωστό ως «CFR». Με χιλιάδες μέλη –επιλεγμένα από κάθε επιστημονικό κλάδο- είναι ο πραγματικός διαμορφωτής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ουσιαστικά, από το 1940, κάθε Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών υπήρξε μέλος του CFR ή της νεώτερης «αδελφής» του, της Τριμερούς Επιτροπής. Όμοια, κάθε υπουργός Άμυνας (και παλαιότερα οι υπουργοί Πολέμου) υπήρξαν μέλη του ίδιου οργανισμού. Οι ανώτεροι διευθυντές της CIA και σχεδόν κάθε σημαντικός σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ επιλέγονται από το Συμβούλιο. Στην πορεία του χρόνου έφθασε να κυριαρχεί στους διορισμούς επιτελών του Λευκού Οίκου.
Στις ΗΠΑ επικρατεί και η Τριμερής Επιτροπή -μια «αδελφή» οργάνωση της Μπίλντερμπεργκ. Αυτή η εταιρεία-δεξαμενή σκέψης, που συνδυάζει Αμερική, Δυτική Ευρώπη και Ιαπωνία, χαρακτηρίζεται ως η πιο «προωθημένη στον τομέα της πλανητικής συνείδησης», προοριζόταν να κυριαρχήσει στον πλανήτη. Πρόεδρός της εκλέχθηκε ο Μπρεζίνσκι με την υποστήριξη των Ροκφέλλερ. Ο Μπρεζίνσκι έγραψε στο βιβλίο του «Μεταξύ δύο Εποχών» («Between Two Ages»), ότι «η... εθνική κυριαρχία δεν είναι πλέον βιώσιμη έννοια», δίνοντας μια πρώτη γεύση για τα σχέδια της ελίτ, που σκοπό έχουν να καταργήσουν τα εθνικά σύνορα και τις εθνικές ταυτότητες.
Το έλλειμμα δημοκρατίας και η «πολιτική απάθεια» είναι το αποτέλεσμα της παρέμβασης όλων αυτών των οργανισμών σε ολόκληρη την Δύση.
«Από μέσα της δεκαετίας του ‘90, είχαν δημιουργηθεί νεοσυντηρητικά αμερικανικά think-tanks και είχαν δημοσιεύσει σχέδια για μια εποχή παγκόσμιας αμερικανικής κυριαρχίας, όπου παραμεριζόταν ο ΟΗΕ, αναμορφωνόταν η Μέση Ανατολή και το Ιράκ υφίστατο επίθεση. Τις ομάδες αυτές δεν τις πήραν τότε στα σοβαρά, αλλά σήμερα έχουν αλλάξει γνώμη», έγραψε το 2003, λίγο πριν από την εισβολή στο Ιράκ, το γερμανικό Der Spiegel.
Το 1997 πέρασε σχεδόν απαρατήρητο το υλικό που δημοσιεύθηκε από το «The Project for the New American Century» (PNAC - Σχέδιο για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα). Τα έγγραφα αυτά αποκαλύπτουν σε όλους τους πραγματικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τον κόσμο σήμερα. Το PNAC είναι στην πραγματικότητα μια οργάνωση «στόχος της οποίας είναι η προώθηση της παγκόσμιας αμερικανικής κυριαρχίας». Τα στελέχη του PNAC καυχώνται: «Οι Αμερικανοί είναι αρκετά ισχυροί ώστε να μην χρειάζεται να φοβούνται τους Ευρωπαίους». Η Αμερική έχει συνειδητοποιήσει ότι «η Ευρώπη είναι εδώ και πολύ καιρό αδύναμη στρατιωτικά, αλλά μέχρι σχετικά πρόσφατα η αδυναμία της αυτή αποκρύπτετο». Η αμερικανική κυβέρνηση είναι στην ουσία ο μοχλός των υπερεθνικών συμφερόντων που έχουν σχεδιάσει και επιβάλλουν την Νέα Τάξη. Η Αμερική διοικείται από τις πολυεθνικές και το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπυ.
Το σημαντικότερο φιλοϊσραηλινό λόμπυ, η Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων (American Israel Public Committee – AIPAC) ασκεί αξιοσημείωτο οικονομικό έλεγχο επί των περισσότερων Αμερικανών πολιτικών. Ένας άρτια οργανωμένος μηχανισμός πολιτικο-οικονομικός στην επιφάνεια –με υπόγειες, όμως, διασυνδέσεις (στοές, συναγωγές κλπ)- εκβιάζει τις συνεχείς φιλοϊσραηλινές αποφάσεις με αντάλλαγμα ψήφους και χρήματα. Γερουσιαστές που «τα παίρνουν» αδρά, κομματικοί μηχανισμοί που «λαδώνονται» και επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις, αυτή είναι με λίγα λόγια η ηθική βάση της αμερικανοϊσραηλινής συμμαχίας.
Ενώ η AIPAC αντικειμενικό στόχο έχει το Κογκρέσσο μέσω των μαζικών εισφορών κατά την προεκλογική περίοδο που συντονίζει και κατευθύνει, το Ινστιτούτο Μεσανατολικής Πολιτικής της Ουάσιγκτων (Washington Institute for Near East Policy – WINEP) είναι το φιλοϊσραηλινό think-tank που έχει σχεδόν το μονοπώλιο στην τροφοδοσία των μέσων ενημέρωσης με άρθρα «ειδικών» υπέρ του Ισραήλ. Για τον σκοπό αυτό προσφέρει ομιλίες με εβδομαδιαία γεύματα, γραπτή πολιτική ενημέρωση και «ειδικούς» που εμφανίζονται σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Το WINEP εμφανίζεται σαν μια οργάνωση «φιλική προς το Ισραήλ», αλλά η οποία κάνει «αξιόπιστη έρευνα για την Μέση Ανατολή με έναν ρεαλιστικό και ισορροπημένο τρόπο».
Μετά το 2000, ο υιός Μπους κουβάλησε στην Ουάσιγκτων έναν ολόκληρο συρφετό «ειδικών» αναλυτών του Μεσανατολικού, που ήταν όργανα του Ισραηλινού κόμματος Λικούντ, του Αριέλ Σαρόν, και φιλοϊσραηλινών think-tanks όπως το American Enterprise Institute, το Jewish Institute for National Security Affairs (JINSA) και το Centre for Security Policy (CSP).
Ένα από τα πρωτεύοντα Think-Tanks, με ιδιαίτερη μάλιστα σημασία για την Ελλάδα, είναι η εταιρεία RAND, η οποία ιδρύθηκε το 1948 ως ανεξάρτητος μη κερδοσκοπικός οργανισμός με χρηματοδότηση από την πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Στην εισήγησή του με τίτλο «Τουρκία, Ελλάδα και οι ΗΠΑ σε ένα μεταβαλλόμενο στρατηγικό περιβάλλον», ο Dr. Ian O. Lesser, κύριος αναλυτής της εταιρείας RAND, αφού εξετάζει τα πράγματα πρώτιστα με βάση τον διεθνή ρόλο της Τουρκίας, τονίζει την ανάγκη για σταθερότητα στην περιοχή και την συνεργασία μεταξύ των δύο μελών του ΝΑΤΟ. Η εταιρεία RAND είναι συνεταίρος στην Ελλάδα ενός από τα πιο γνωστά ελληνικά think-tanks, του Ιδρύματος Κόκκαλη, του οποίου οι διασυνδέσεις επεκτείνονται, μεταξύ άλλων, και στις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Καραμανλή προσπάθησε να ευθυγραμμισθεί με τίς γεωπολιτικές αντιλήψεις της «νεοσυντηρητικής» ομάδας του Μπους, έχοντας υιοθετήσει τις θέσεις ενός σχετικά καινούργιου ελληνικού think-tank. Πρόκειται για το Ίδρυμα Αμυντικών Αναλύσεων (ΙΑΑ), που έχει δρομολογήσει δύο βασικές αλλαγές στην παραδοσιακή ελληνική εξωτερική πολιτική. Η πρώτη αλλαγή είναι η μετατόπιση του άξονα αναφοράς στις διεθνείς σχέσεις της χώρας από τις Βρυξέλλες στην Ουάσιγκτων. Στόχος είναι να αποκτήσει η Ελλάδα το προφίλ του «στρατηγικού εταίρου» των ΗΠΑ στην περιοχή, όρος που ακούσθηκε πρώτη φορά τον Μάϊο του 2005 όταν ο πρωθυπουργός πήγε στον Λευκό Οίκο. Το δεύτερο στοιχείο της αλλαγής είναι η ραγδαία αναβάθμιση των σχέσεών μας με το Ισραήλ σε γεωστρατηγικό επίπεδο. Υποστηρίζεται ακόμα η ένταξη της Ελλάδας στην υπό δημιουργία «παγκόσμια αντιβαλλιστική ομπρέλλα των ΗΠΑ». Το νέο αυτό δόγμα δεν ξεχνάει, φυσικά, τους νέους εξοπλισμούς ώστε οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις «να αναβαθμίσουν την αποτρεπτική τους ικανότητα».
Όλα αυτά ακούγονται υπό την οπτική ότι αφ’ ενός οι ΗΠΑ είναι παντοδύναμες και αφ’ ετέρου ότι η Τουρκία θα αποδυναμωθεί στρατηγικά και σε βάθος χρόνου θα αντιμετωπίσει διαλυτικές τάσεις. Οι Αγγλοαμερικανοί και οι συνοδοιπόροι τους δεν μπορούν με τίποτα να «χωνέψουν» ακόμα το ΟΧΙ του κυπριακού λαού το 2004. Την τελευταία μεγάλη πράξη αντίστασης ουσιαστικά σύσσωμου του ελληνισμού. Έχουν γι’ αυτό κινητοποιήσει λυτούς και δεμένους για να ανατρέψουν την κατάσταση. Η τελευταία προβοκάτσια έγινε από ένα think-tank υπό την επωνυμία International Crisis Group (Ομάδα Διεθνών Κρίσεων – ICF), που εμφανίζεται ως Μη Κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) η οποία σκοπό έχει την μελέτη των διεθνών κρίσεων και την υποβολή εκθέσεων προς τα εμπλεκόμενα μέρη. Οι συντάκτες της εκθέσεως, για τους οποίους δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι είναι ανεπίσημοι ανταποκριτές της αμερικανικής και τη αγγλικής πολιτικής, φθάνουν μέχρι του σημείου να καλούν την ελληνική πλευρά να αυτοϋπονομευθεί και την κυβέρνηση της Ελλάδος να αποστασιοποιηθεί από τους Κυπρίους στην Ε.Ε.
Παρακάτω φαίνονται τα σχετικά αποσπάσματα από το «Europe Report 171» της οργάνωσης: «Η καλύτερη λύση, καταφανώς προς το συμφέρον αμφοτέρων των πλευρών και των περιφερειακών τους γειτόνων, θα ήταν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι να καταβάλουν περαιτέρω προσπάθειες για να επανενώσουν την Κύπρο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο Σχέδιο Ανάν. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι, αν επιμείνει στην άρνησή της να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τα Ηνωμένα Έθνη και με τους λοιπούς διεθνείς εταίρους της Κύπρου, το νησί θα διολισθήσει εξ ορισμού προς τη μόνιμη διχοτόμηση και την ανεξαρτησία του βορρά, είτε με επίσημη αναγνώριση, είτε όχι».
Το ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 σαν μη κερδοσκοπικό ερευνητικό ίδρυμα, πήρε θεσμοθετημένη μορφή τον Απρίλιο του 1988 ως Ελληνικό Ίδρυμα Αμυντικής και Ευρωπαϊκής Πολιτικής. Το ΕΛΙΑΜΕΠ είναι παλαιότερο του ΙΑΑ όργανο εξωτερικής πολιτικής, ουσιαστικά ευθυγράμμισης με την παγκοσμιοποίηση αλλά με περισσότερο ευρω-ατλαντικό προσανατολισμό. Από το 2000 και μετά ανέλαβε τον συντονισμό του προγράμματος υποτροφιών του German Marshall Fund of the United States με στόχο την δημιουργία ενός δικτύου δημοσιογράφων, εκπροσώπων του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου και «μη κυβερνητικών οργανώσεων» για την «ενδυνάμωση της διατλαντικής συνεργασίας», όπως λένε οι σκοποί του ξένου ιδρύματος. Κάθε χρόνο, δεκάδες υποτροφίες χορηγούνται για την ανάδειξη νέων Ευρωπαίων και Αμερικανών ηγετών σε όλους αυτούς τους τομείς.
Μια άλλη πολιτική, εξίσου κατευθυνόμενη από ευρω-ατλαντικά κέντρα, στην οποία πρωτοστατεί το ΕΛΙΑΜΕΠ είναι η εξιδανίκευση της «οθωμανικής πολυπολιτισμικότητας» και της προ του 1912 εποχής στην Βόρεια Ελλάδα. Σε διεθνές συνέδριο, που συνδιοργάνωσαν με το υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, συζητήθηκε η υπερεθνική μετάλλαξη της Θεσσαλονίκης όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Αμερικανοεβραίου ελληνομαθούς ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ, «Θεσσαλονίκη 1430-1950». Μια άλλη συμβουλή του ΕΛΙΑΜΕΠ στην ελληνική κοινή γνώμη να αποδεχθεί τα τετελεσμένα στο Αιγαίο, προήλθε από ένα άρθρο του μέλους του, καθηγητή κ. Κουλουμπή, σε κυριακάτικη εφημερίδα με τίτλο «2006: Καιρός να κλείνουμε με την Τουρκία», όπου προτείνεται η αναζήτηση «ενός ποθητού modus vivendi» με χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο στα 6 μίλια στο Αιγαίο. Εννοείται, βέβαια, ότι ούτε συζήτηση δεν γίνεται για το δικαίωμα σε χωρικά ύδατα 12 μιλίων, κατά το Δίκαιον της Θαλάσσης.
Παρόμοιες συστάσεις για υποχωρήσεις γίνονται και στους Κυπρίους: «Tο 2006, η κυπριακή κυβέρνηση πρέπει να επανακτήσει το χαμένο έδαφος στην επικοινωνιακή της πολιτική, κάνοντας ουσιαστικές προτάσεις για την επανάληψη του διακοινοτικού διαλόγου, ο οποίος θα έχει στόχο μια αμοιβαία αποδεκτή λύση που θα τεθεί και πάλι στην κρίση των ψηφοφόρων των δύο κοινοτήτων. H πρόοδος στο δρόμο της επίλυσης του Kυπριακού θα βελτιώσει αισθητά την ατμόσφαιρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο Aιγαίο· όπως και η πρόοδος στο δρόμο της διευθέτησης του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας του Aιγαίου θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στο κλίμα των σχέσεων των δύο κοινοτήτων στη Mεγαλόνησο. Γι’ αυτό, το 2006 πρέπει τελικά να αποδειχθεί η χρονιά της λύσης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στο Aιγαίο. Ύστερα από τριάντα δύο τουλάχιστον διυπουργικές διαβουλεύσεις (επαφές) των εκπροσώπων των δύο χωρών τα τελευταία τρία χρόνια, θεωρώ ότι έφτασε η ώρα να υπογράψουμε το σχετικό συνυποσχετικό της αμοιβαίας ελληνοτουρκικής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Xάγης...
Ως γνωστόν, η συντριπτική πλειονότητα των τουρκικών παραβιάσεων γίνεται στα τέσσερα μίλια της διαφοράς ανάμεσα στο εύρος των έξι μιλίων των χωρικών μας υδάτων και των δέκα του εθνικού εναερίου μας χώρου. Μήπως θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τους Τούρκους στα «οκτώ» και μετά να προσφύγουμε στο Δικαστήριο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας; Εναλλακτικά, μήπως θα μπορούσαμε να φθάσουμε στο ποθητό modus vivendi υιοθετώντας έξη μίλια στο Αιγαίο (χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο) και δώδεκα μίλια στην ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη, την Εύβοια και τα Ιόνια νησιά;». Τις μυστικές συμφωνίες που είχαν προηγηθεί για την παραχώρηση του μισού Αιγαίου στους Τούρκους τις είδαμε να υλοποιούνται μπροστά στα μάτια μας με την υπόθεση του ερευνητικού πλοίου «Ποσειδών», στα μέσα Μαΐου.
Το ΕΛΙΑΜΕΠ είχε πρωτοστατήσει κατά του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και υπέρ του Σχεδίου Ανάν. Τα περισσότερα στελέχη του, τα οποία θεωρούν όσους δεν συμφωνούν με την πολιτική των παραχωρήσεων «εθνικιστές», δεν έχουν πρόβλημα όμως να βρίσκονται σε συνέδρια με «φιλέλληνες» τύπου Χάνεϋ ή Κίσσινγκερ, και να συζητούν απαράδεκτες προτάσεις της IGC. Σύμφωνα, λοιπόν, με δημοσίευμα της εφημερίδας «Παρόν» (19 Μαρτίου 2006), υπήρξε όντως μια κλειστή συνάντηση στην Αθήνα με το εξής πλαίσιο:
«Η σκανδαλώδης και προκλητική έκθεση της «Ομάδας Διεθνών Κρίσεων» συζητήθηκε στην Αθήνα, σε κλειστή συνάντηση με το ΕΛΙΑΜΕΠ, κατά το πρότυπο παρόμοιων κλειστών σεμιναρίων και συζητήσεων που έγιναν με τον Λόρδο Χάνεϊ, αρχιτέκτονα του Σχεδίου Ανάν, στις Σπέτσες και στην Μπολώνια.
Εκ μέρους της «Ομάδας Διεθνών Κρίσεων» ανέλαβε την παρουσίαση της εκθέσεως ο Νίκολας Γουάϊτ, άνθρωπος με στενούς δεσμούς με τα Σκόπια, η συμμετοχή του οποίου, με την βοήθεια του γνωστού Σόρος αλλά και άλλων μεγαλόσχημων παραγόντων της αμερικανικής πολιτικής, είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Ο Νίκολας Γουάϊτ συμμετέχει άλλωστε στην «Ομάδα Διεθνών Κρίσεων» ως υπότροφος ερευνητής του ιδρύματος «Trigun Kostovski» των Σκοπίων. Είναι εκπληκτική η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική πλευρά, με την ακολουθούμενη πολιτική της άνευ όρων ουσιαστικά υποστηρίξεως της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας και την πλήρη αδράνεια στον τομέα της διεθνούς προβολής των ελληνικών εθνικών θεμάτων. Η μονόπλευρη τουρκική προπαγάνδα οργιάζει και ο αγγλοαμερικανικός παράγων ενορχηστρώνει νέο κύκλο πιέσεων σε βάρος της ελληνικής πλευράς για να διευκολύνει με κάθε τρόπο την ευρωπαϊκή πορεία της Άγκυρας».
Για ν’ αντιληφθεί κανείς τον ρόλο που διαδραματίζει και τους στόχους που εξυπηρετεί η παρουσιαζόμενη ως δήθεν «ανεξάρτητη» αυτή μη κυβερνητική οργάνωση, γράφει η εφημερίδα, αρκεί να αναφέρει ενδεικτικά ορισμένους από τους επιφανείς συμμετέχοντες: ο Τζωρτζ Σόρος, ο γνωστός χρηματοδότης των Σκοπίων στα Βαλκάνια και της «δημοκρατίας» στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Ο πρώην βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μόρτον Αμπράμοβιτς, γνωστός ως ένθερμος υποστηρικτής απ’ την αρχή της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου. Ο πρώην γερουσιαστής και «αρχηγός» στο Κογκρέσσο του φιλοτουρκικού λόμπυ Stephen Solarz. Ο Αμερικανός πρέσβης Kenneth Adelman, εκπρόσωπος των ΗΠΑ στις αμερικανοσοβιετικές διαπραγματεύσεις για τον περιορισμό των εξοπλισμών, γνωστός στον αμερικανικό τύπο για τις σκληρές ψυχροπολεμικές θέσεις του. Ο πρώην αρχηγός των δυνάμεων του ΝΑΤΟ και επικεφαλής της επεμβάσεως στην Γιουγκοσλαβία Wesley Clark. Ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Κάρτερ Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι. Ο Leslie H. Gelb, πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών σχέσεων των ΗΠΑ. Ο Λόρδος Ρόμπερτσον, πρώην Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ. Ο Par Stenback, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Φινλανδίας. Ο Thorvald Stoltenberg, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Νορβηγίας. Ο Marti Ahtisaari, πρώην πρόεδρος της Φινλανδίας και μεσολαβητής σήμερα στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου, ο πρώην επίτροπος Εξωτερικών σχέσεων της Ε.Ε. Λόρδος Πάτεν και άλλοι γνωστοί «διεθνείς υπάλληλοι» των πραγματικών αφεντικών του κόσμου. Η πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση της ομάδας, όπως λέει το δημοσίευμα, προέρχεται από υπουργεία Εξωτερικών, περιλαμβανομένου του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας, από γνωστά διεθνή ιδρύματα, όπως αυτό του Σόρος και άλλα από ιδιώτες δωρητές. Οι τελευταίοι μάλιστα εάν καταβάλουν δωρεά άνω των 25.000 δολλαρίων, έχουν δικαίωμα να εκπροσωπηθούν στην διοίκηση της ομάδας...
Αναρωτιέται κανείς για ποιον λόγο πρέπει να γίνουμε όλοι «διεθνιστές» και «παγκοσμιοποιητές» αφού κανείς δεν μπορεί να μας εξηγήσει τι σημαίνουν εν τέλει αυτοί οι όροι! Για να είμαστε in μέσα στα πλαίσια του νεοταξικού life-style;
Την ώρα, λοιπόν, που το τουρκικό «βαθυκράτος» των Γκρίζων Λύκων ωθεί τα παιγνίδια σε Αιγαίο και Κύπρο στα άκρα, η ελληνική πολιτική ηγεσία δέχεται συμβουλές από τις ελληνικές «δεξαμενές σκέψης» για πρόσω ολοταχώς προς συνθηκολόγηση σε όλα τα επίπεδα. Η πολιτική «ανοικτών θυρών» έναντι της Τουρκίας, που εισηγούνται οι φωστήρες της παγκοσμιοποίησης, συμπληρώνεται και από αντίστοιχη αποδοχή των στρατηγικών παιγνιδιών των ΗΠΑ στα Βαλκάνια. Όπως ανέφερε ο Ελληνοαμερικανός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Howard, στις ΗΠΑ, Νίκος Σταύρου τόσο στην εκπομπή της δημοσιογράφου Έλλης Στάη (07/11/2005) όσο και σε δημοσίευμα του Βήματος (05/05/2006):
«Σήμερα τα Βαλκάνια θεωρούνται το γεωγραφικό εργαστήριο για την νομιμοποίηση του νεο-οθωμανισμού ως περιφερειακού συστήματος, το οποίο θα μπορούσε ίσως να απαλύνει τις συνέπειες των πολιτιστικών διενέξεων, ενώ η Δύση θα επιχειρεί, με την Τουρκία οδηγό, την αναζωογόνηση της «Νέας Ανατολής». Στο μυαλό πολλών στην Ουάσιγκτων τα Βαλκάνια προσφέρουν την καλύτερη ευκαιρία για την δημιουργία μουσουλμανικών κρατιδίων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη της «αρμονικής» συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων.
Έτσι, στην ίδια πάντα γραμμή, υποβάλλουν ερωτήματα: λ.χ., γιατί να απασχολείται η Ελλάδα με «ενοχλητικά θέματα», όπως η κυριαρχία του Αιγαίου και η αυτοδιάθεση της Κύπρου, και να κατατρύχεται από «συναισθηματισμούς» για το όνομα μιας «χώρας αποκλεισμένης από παντού που ζει με δάνειο στον χρόνο» την στιγμή που η πριν από το 1912 Θεσσαλονίκη, με τους Έλληνες ως μειοψηφία, αποδεικνύει την αξία της πολυεθνικότητας; Γιατί να μην αναζητήσουμε τις «παλιές καλές ημέρες»; Το μόνο που χρειάζεται για «να γίνουν λειτουργικά» τα βαλκανο-αιγαιο-μεσανατολικά σενάρια, κατά την γνώμη των μάνατζερ των βαλκανικών καζίνων, είναι μια γενναία ελληνική ηγεσία που θα «αντιλαμβάνεται» τον ευρύτερο χώρο, πρόθυμη να αποδεχθεί κάποιες «απροσεξίες», και η οποία θα τακτοποιήσει νέες προτεραιότητες, όπως πρώτα οι μπίζνες και τελευταίο το εθνικό συμφέρον».
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, η Ελλάδα απειλείται από τους ιστορικούς εχθρούς της, εκβιάζεται από τους μοντέρνους «φίλους» της και νουθετείται από τους ντόπιους απολογητές της Νέας Τάξης για να γίνει το πεδίο πειραματισμού της βαλκανικής εκδοχής του πολυπολιτισμού, εγκαταλείποντας την εθνική της παράδοση και την ιδιομορφία, κοινωνική και θρησκευτική, χωρίς κανένα αντάλλαγμα από μεριάς της Τουρκίας ή ακόμα και των Σκοπίων.
Η στρατηγική των περισσότερων ελληνικών think-tanks θυμίζει το ανέκδοτο που συνήθιζε να λέει ο καθηγητής Νεοκλής Σαρρής. Όταν σε μια παρέα κάποιος προθυμοποιείται μια-δυό-τρεις φορές να πληρώσει τον λογαριασμό, τότε το γκαρσόνι την τέταρτη φορά δεν θα ενοχλήσει τους άλλους αλλά θα πάει κατ’ ευθείαν στο «κορόϊδο». Αυτό ακριβώς συνιστούν οι «δούρειοι ίπποι» της παγκοσμιοποίησης στους Έλληνες: να πληρώνουν συνέχεια τον λογαριασμό και μα μην ζητούν ούτε τα ρέστα. Να απεμπολήσουν την πατρίδα τους ελπίζοντας μόνο στην φαντασίωση της «αρμονικής συνύπαρξης» όλων με όλους. Να ξεχάσουμε, δηλαδή, τα διδάγματα του Θουκυδίδη για το ποια μοίρα περιμένει τον αδύνατο και να ελπίσουμε στο ανύπαρκτο «διεθνές δίκαιο» της Νέας Τάξης. Των μισθοφόρων του Μπους και των συμπλεγματικών συνοδοιπόρων τους. Όχι, κύριοι. Η απάντηση έχει ήδη δοθεί από τους προγόνους μας!
* Αποσπάσματα από έρευνα που δημοσιεύθηκε στα τεύχη 13 και 14 (ΜΑΙ. & ΙΟΥΝ. 2006) του περιοδικού Hellenic Nexus
Πηγή: elkeda.gr μέσω freepen.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου