Πανό ΕΠΑΜ Αχαρνών - Καματερού

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Ακροδεξιά και τρομοκρατία στην Ευρώπη

του Κλεάνθη Γρίβα

Το 1980, τρεις πολύνεκρες τρομοκρατικές βομβιστικές νεοφασιστικές επιθέσεις:
--στις 2-8-1980 στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια,
--στις 26-9-1980 στη γιορτή της μπύρας (Oktoberfest) στο Μόναχο, και
--στις 3-10-1980 έξω από τη συναγωγή της οδού Κοπέρνικου στο Παρίσι,[1]
έστρεψαν την προσοχή του Τύπου, της κοινής γνώμης, ορισμένων δικαστικών και αρκετών ερευνητών στον ακροδεξιό εξτρεμισμό και έθεσαν επί τάπητος το κρίσιμο ερώτημα «πως ερμηνεύεται το αποδεδειγμένο γεγονός ότι ένα πλήθος ....
νεοφασιστικών τρομοκρατικών επιθέσεων αποδίδονταν εντέχνως στην αριστερά επί 20 και πλέον χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960;».

Η ερμηνεία της «στρατηγικής της έντασης» που εφαρμόστηκε σ' όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου από την ακροδεξιά (είτε αμέσως με τη διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών από ακροδεξιές ομάδες είτε εμμέσως με τη διείσδυση ακροδεξιών στοιχείων στις οργανώσεις της άκρας αριστεράς και τη χειραγώγηση τους), προϋποθέτει την έρευνα των σχέσεων των ακροδεξιών τρομοκρατικών ομάδων με τις ποικιλώνυμες μυστικές υπηρεσίες καθώς και των οργανωτικών και επιχειρησιακών σχέσεων μεταξύ των ακροδεξιών ομάδων των διαφόρων χωρών.

Η στενή συνεργασία των ακροδεξιών τρομοκρατικών ομάδων με ακροδεξιά στελέχη των διαφόρων υπηρεσιών ασφάλειας δεν αποτελεί ένα νέο φαινόμενο, δεδομένου ότι οι μυστικές υπηρεσίες του στρατού και της αστυνομίας πάντα στρατολογούν και χρησιμοποιούν προβοκάτορες.[2]

Μεταξύ των απολύτως επιβεβαιωμένων παραδειγμάτων που αφορούν την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, συγκαταλέγονται:

1) Η συμμαχία μεταξύ των αμερικανικών Μυστικών Υπηρεσιών και διαφόρων συνδικάτων του οργανωμένου εγκλήματος (που άρχισε το 1942).[3]

2) Η στρατολόγηση χιλιάδων Ναζί εγκληματιών πολέμου και συνεργατών τους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και του φιλοφασιστικούς κύκλους του Βατικανού. Οι περισσότεροι από τους ναζί και τους συνεργάτες τους που διέφυγαν σε άλλες χώρες, το πέτυχαν με τη βοήθεια των «καναλιών» των American Counter Intelligence Corps (CIC) και των «Γραφείων για τους Πρόσφυγες» του Βατικανού.

3) Οι στρατολογήσεις του προσωπικού των ναζιστικών υπηρεσιών πληροφοριών από δυτικές μυστικές υπηρεσίες μετά τη λήξη του πολέμου. Η πιο διάσημη απ' αυτές, αφορά την «πρόσληψη» της αποκαλούμενης Οργάνωσης Gehlen (πρώην Frerride Heere Ost-HΟ, τμήματος της ναζιστικής υπηρεσίας πληροφοριών OKH υπό τη διοίκηση του στρατηγού Reinhard Gehlen).[4]

Σήμερα είναι διαθέσιμος ένας πλούτος στοιχείων για τη συστηματική χρησιμοποίηση των ακροδεξιών από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες κατά τη μεταπολεμική περίοδο.[5]

Η εφαρμογή της ακροδεξιάς τρομοκρατίας στην Ευρώπη

Το σημαντικότερο εργαλείο για την διάδοση και την εφαρμογή της τρομοκρατίας στην Ευρώπη ήταν το Aginter Press, ένα τύποις «Πρακτορείου Τύπου» που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1966 στη Λισαβόνα και εξελίχθηκε σε «γενικό επιτελείο» της φασιτικής διεθνούς και καθοδηγητικό όργανο της ακροδεξιάς τρομοκρατίας η οποία σάρωσε επί δύο δεκαετίες (σύμφωνα με τα ντοκουμέντα για το Aginter Press που ανακαλύφθηκαν στα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών PIDE/DGS του πορτογαλικού δικτατορικού καθεστώτος και στην έδρα του «Πρακτορείου» από τους Πορτογάλους αριστερούς αξιωματικούς του MEA-Movimento des Forcas Armadas που ανέτρεψαν τη δικτατορία στην Πορτογαλία τον Απρίλιο του 1974, με τη νικηφόρα Επανάσταση των Γαρυφάλων).[6]

Δημιουργός του ήταν ο Yves Guerin-Serac που είχε υπηρετήσει στην Ασία, στη διαβόητη 11η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών (την Ταξιαρχία του Πάγου), μια ειδική μονάδα δολοφόνων ειδικευμένων σε «βρώμικες δουλειές» που έδρευε στην Αλγερία και ήταν υπό την εποπτεία της SDECE. Συνδεθηκε με τον OAS και ηγήθηκε μιας μονάδας του που δρούσε στην περιοχή του Οράν. Διεφυγε στην Ισπανία τον Ιούνιο 1962 και μετείχε στην οργάνωση του ακροδεξιού MCR (Mouvement du CombatContre-Revolutionnaire). Στη συνεχεία μετακινήθηκε στην Πορτογαλία όπου αρχικά προσελήφθη ως καθοδηγητής της παραστρατιωτικής Legiao Portuguesa και, αργότερα, ως εκπαιδευτής των αντι-αντάρτικων μονάδων του πορτογαλικού στρατού. [7]

Το Aginter Press, το «κέντρο της διεθνούς φασιστικής ανατρεπτικής δραστηριότητας», ήταν οργανωμένο σε διάφορα τμήματα, μεταξύ των οποίων σημαντικότερα ήταν τα εξής:

1. Το Γραφείο Κατασκοπείας, που καλυπτόταν από την πορτογαλική PIDE/DGS(Policia Internacional e de Defesa do Estado / Direccao Geral de Seguranca) και συνδεόταν στενά με:
Την αμερικανική CIA (Central Intelligence Agency).
▪ Τη δυτικο-γερμανική BND (Bundesnachrichtendienst), που είναι κατευθείαν απόγονος της ναζιστικής Οργάνωσης Gehlen, από την άποψη της οργάνωσης και της επάνδρωσης.
Την ισπανική DGS (Direccion General de Seguridad).
▪ Τη διαβόητη ελληνική ΚΥΠ (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών).
▪ Το νοτια-αφρικανικό ΓΚΑ (Γραφείο Κρατικής Ασφάλειας).

2. Η Μονάδα Στρατολόγησης και Εκπαίδευσης, που ήταν ειδικευμένη στη στρατολόγηση και την εκπαίδευση μισθοφόρων στις τεχνικές του «ανορθόδοξου και μη συμβατικού πολέμου»

3. Το Στρατηγικό Κέντρο, το οποίο συντόνιζε όλες τις ενέργειες «ανατροπής» και «διείσδυσης» και το οποίο λειτουργούσε σε συνεργασία με αντιδραστικά καθεστώτα και ακροδεξιούς πολιτικούς σε κάθε ήπειρο.

4. Ο Διεθνής Οργανισμός Δράσης, που ονομαζόταν O&T (Ordre et Tradition) και διέθετε μια παράνομη παραστρατιωτική πτέρυγα γνωστή ως OACI (Organization d'Action contre le Communisme International).

Βασικοί στόχοι του Aginter Press ήταν η δημιουργία δικτύων διασυνδέσεων με τις ακροδεξιές οργανώσεις στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, η εκπαίδευσηακροδεξιών τρομοκρατών και η διείσδυσή τους στις οργανώσεις της άκρας αριστεράς.

● Ενας κλάδος του Aginter Press είχε ως έργο την εκπαίδευση μισθοφόρων και τρομοκρατών σε ειδικά στρατόπεδα της Legiao και της PIDE/DGS.[8] Οι περισσότεροι από τους εκπαιδευθέντες εκεί, συμμετείχαν αργότερα σε διάφορες αιματηρές τρομοκρατικές ενέργειες στην Ευρώπη και, ιδιαίτερα, στην Ιταλία.[9]

● Μια από τις μια από τις κυριότερες ειδικότητες του Aginter Press ήταν η διείσδυση στις ακροαριστερές και ιδιαίτερα τις φιλο-κινεζικές (μαοϊκές) οργανώσεις και η χειραγώγησή τους για την επίτευξη των σκοπών του.[10]

Στην Ευρώπη, οι πράκτορες του Aginter Press βρήκαν την τέλεια κάλυψή τους στο μαοϊκό PCSI/ML (Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελβετίας) που είχε ως ηγέτη τον Gerard Bulliard.[11]

Από την πλευρά του Aginter Press, υπεύθυνος γι' αυτή τη «συνεργασία» ήταν οRobert Leroy[12] που ήταν ειδικευμένος στην απόκτηση πληροφοριών για την αριστερά δρώντας με την κάλυψη της δημοσιογραφικής ιδιότητας.[13] Με τις «συστάσεις» της πρεσβείας της Λαϊκής Κίνας στη Βέρνη, ο Bulliard πείσθηκε να προσλάβει τον Robert Leroy και άλλα στελέχη του Aginter Press ως ανταποκριτές της εφημερίδας L' Etincelle του PCS/ML.[14] Εφοδιασμένοι με τέτοια πιστοποιητικά, οι πράκτορες αυτοί κατάφεραν να διεσδύσουν σε διάφορα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Αφρικής και, αργότερα, να ενεργοποιηθούν στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, υποδυόμενοι τους φιλο-μαοϊκούς δημοσιογράφους.[15] Όπως αποδείχθηκε από τη δημοσιογραφική και δικαστική έρευνα, οι Guerin-Serac, Leroy και Laurent αναμείχθηκαν στις ακροδεξιές τρομοκρατικές ενέργειες στην Ιταλία και το Aginter Press έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία.

Η χειραγώγηση της μεταπολεμικής πολιτικής σκηνής στην Ιταλία από την ακροδεξιά έλκει την καταγωγή της στην περίοδο πριν από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Αμερικανικό OSS (Office of Strategic Service) που ήταν προκάτοχος της CIA, λειτουργώντας υπό την καθοδήγηση του Allen Dulles(μετάπειτα διευθυντή της CIA) και του James Angleton (μετέπειτα διευθυντή του τμήματος αντικατασκοπείας της CIA), εργάζονταν πυρετωδώς για να εξουδετερώσει τη μεταπολεμική πολιτική επιρροή των κομμουνιστών που έλεγχαν τις αντιστασιακές οργανώσεις.

Ο Dulles διακανόνιζε τη διαφυγή και τη στρατολόγηση των πρακτόρων των ναζιστικών και φασιστικών μυστικών υπηρεσιών,[16] ενω ο Angleton οργάνωνε τα δίκτυα επαφών με ανθρώπους σε θέσεις-κλειδια στους βιομηχανικούς και ακροδεξιούς κύκλους στο Βατικανό, το στρατό, την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες.[17]

Μετά τον πόλεμο, ο Angleton διασφάλισε την επιχορήγηση πολλών ακροδεξιών ομάδων με πρόσχημα την «πρόληψη ενός κομμουνιστικού πραξικοπήματος» και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάσωση του «Μαύρου Πρίγκηπα» Junio ValerioBorghese, ενός Ιταλού εγκληματία πολέμου που αργότερα αναδείχθηκε σε άνθρωπο-κλειδί σε δύο σοβαρές απόπειρες πραξικοπήματος στην Ιταλία (τις απόπειρες πραξικοπήματος με τις κωδικές ονομασίες Tora Tora το Δεκέμβριο του 1970 και Rosa dei Venti) και σε πολλές άλλες -λιγότερο δραματικές- ακροδεξιές ενέργειες.[18]

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και μετά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέθεσε μυστικά εκατομμύρια δολάρια στην Ιταλία για να συγκροτηθούν αντικομμουνιστικά Εργατικά Συνδικάτα και δίκτυα πολιτικών «Επιτροπών Αυτοάμυνας» και για να χρηματοδοτηθούν δεξιά έντυπα και οι εκλογικές εκστρατείες των συντηρητικών κομμάτων.[19] Κι αυτό ακριβώς ήταν το πλαίσιο της εντατικής αμερικανικής επέμβασης στις ιταλικές πολιτικές υποθέσεις που επέτρεψε την ανασυγκρότηση του νεοφασισμού.

Η νεοφασιστική «Στρατηγική της έντασης» στην Ιταλία

Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όλοι οι πρώην φασίστες προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, ακολουθώντας, σε γενικές γραμμές, δύο πορείες:

● οι «συντηρητικοί» εντάχθηκαν σε διάφορες νόμιμες ακροδεξιές πολιτικές ομάδες (όπως το Uomo Qualunque-UQ του Guglielmo Gianini), και

● οι «αδιάλλακτοι» συγκρότησαν βραχύβιες παράνομες παραστρατιωτικές οργανώσεις, ανάμεσα στις οποίες σημαντικότερη ήταν το FAR (Fasci d' Azione Rivoluzionaria), τα μέλη του οποίου εντάχθηκαν μετά στο MSI (νεοφασιστικό κόμμα που δρούσε νομίμως μετά την αμνηστία που χορηγήθηκε στα τέλη του 1946).

Όταν αργότερα συγκροτήθηκε το Super-ΝΑΤΟ, οι ομάδες αυτές υπό την αρχηγία του Arturo Michelini συνεργάστηκαν μαζί του και στα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα μέλη τους άρχισαν να συγκροτούν νέες παράνομες ομάδες βίαιης δράσης. Μεταξύ αυτών ήταν:

● η Ordine Nuovo που εμφανίστηκε το 1954 ως εξτρεμιστικό ρεύμα εντός του MSI (από το οποίο διασπάστηκε το 1956), και
● η Avanguardia Nazionale που προέκυψε από τις τάξεις της νεολαίας του MSI το 1959.

Η Ordine Nuovo και η Avanguardia Nazionale εξελίχτηκαν γρήγορα στις πιο δραστήριες ακροδεξιές τρομοκρατικές οργανώσεις στην Ιταλία και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις φάσεις της «στρατηγικής της έντασης» πουάρχισε να εφαρμόζεται το 1968, με κορυφαίες εκδηλώσεις τις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις στο Μιλάνο και τη Ρώμη τις 12 Δεκεμβρίου 1969.

Στην εφαρμογή αυτής της δεξιάς «στρατηγικής της έντασης» διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο διάφορες υπηρεσίες του ΝΑΤΟ, της Ιταλίας και άλλων χωρών, όπως οι υπηρεσίες πληροφοριών του ΝΑΤΟ, η CIA, η ελληνική ΚΥΠ, η ιταλική SID (Servizio Informazioni Difesa) και άλλα τμήματα των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας.[20]

Μετά την αποτυχία του OAS κατά του αλγερινού FLN και του στρατηγού De Gaulle, πολλά στελέχη του ανέπτυξαν σχέσεις με ευρωπαϊκές και ιταλικές νεοφασιστικές ομάδες, εξασφαλίζοντας στα μέλη τους εκπαίδευση στις τρομοκρατικές τεχνικές σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στο Βέλγιο και τη Δυτική Γερμανία.[21] Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν:

● ο Guiseppe Rauti, γνωστός ως «Pino» Rauti, ένας από τους πρωταγωνιστές της «στρατηγικής της έντασης»,
● o Serafino de Luia, που ανέλαβε την οργάνωση καταφυγίων για τους διωκόμενους τρομοκράτες του OAS και
● ο Guido Giannettini, εθνικός ηγέτης του MSI, νεοφασίστας δημοσιογράφος, ο οποίος σε μια έκθεση της ιταλικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών SIFAR, αναφέρεται ως ένας από τους βασικότερους πράκτορες του OAS στην Ιταλία. [22]
● Οι Guido Giannettini και ο Guiseppe («Pino») Rauti έπαιξαν αργότερα βασικό ρόλο στη διάδοση του δόγματος του «ανορθόδοξου πολέμου» στα ανώτερα κλιμάκια των Ιταλών στρατιωτικών. Με τη συνεργασία του στρατηγού Guiseppe Aloja, του μετέπειτα επικεφαλής του στρατού, συντέλεσαν στη δημιουργία ενός επίλεκτου στρατιωτικού σώματος από άνδρες των ιταλικών ΛΟΚ για να αντιμετωπιστεί η «κομμουνιστική ανατρεπτική δραστηριότητα» και στην πλήρη στρατιωτικοποίηση των μονάδων της αστυνομίας.

Το Μάϊο 1965, στο ξενοδοχείο Principi dei Parco της Ρώμης, έγινε η διάσκεψη του Ινστιτούτου «Alberto Pollio» με θέμα το δόγμα του «ανορθόδοξου πολέμου» και με χρηματοδότη τη SID.[23] Σ' αυτή συμμετείχαν πολλοί κρατικοί, κομματικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, δεξιοί δημοσιογράφοι και νεοφασίστες τρομοκράτες (όπως ο Stefano Delle Chiaie και η Michele Mario Merlino). Οι εργασίες της επικεντρώθηκαν στις θέσεις των Giannettini και Rauti για εφαρμογή του «ανορθόδοξου πολέμου» με την συνεργασία των ακροδεξιών φατριών στα ένοπλα στηρίγματα του κράτους και των νεοφασιστών τρομοκρατών.

Όλοι σχεδόν οι ηγετικοί παράγοντες που ήταν πίσω από την εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία είχαν από μακρού άμεση διασύνδεση με επιχειρησιακά στελέχη του Aginter Press.

Μετά την πρώτη γνωστή επαφή του Robert Leroy με τον Delle Chiaie (ήταν ιδρυτής της Avanguardia Nazionale και διεθνώς αναγνωρισμένος ως ο πλέον επικίνδυνος ακροδεξιός τρομοκράτης) που έγινε κατά τη σύσκεψη του 1965,[24]ακολούθησαν πολλές άλλες συσκέψεις στην περίοδο 1966-1969 προκειμένου να διαμορφωθεί το πλαίσιο συνεργασίας του Leroy με Ιταλούς νεοφασίστες, όπως οιMerlino (της Ordine Nuovo και της Avanguardia Nazionale), Stefano Serpieri(της Europa Civilta), Clemente Graziani (συνιδρυτής της ON μαζί με τον Pino Rauti), πρίγκηπας Borghese (ιδρυτής του Fronte Nazionale), Carlo Maggi, ο διαβόητος «ναζι-μαοϊκός» Franco Freda, κ.α.

Στη σημαντικότερη απ' αυτές τις συσκέψεις, που έγινε στις 31 Ιανουαρίου 1968(δυο μόνο μήνες πριν αρχίσει η εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης»), οι Guerin-Serac και Pino Rauti συμφώνησαν για σχέδιο που έπρεπε να εφαρμοστεί[25] και ανέθεσαν στο νεοφασίστα Merlino να διαβρώσει την μαοϊκή ομάδα Avanguardia Proletaria, χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις του με την ελβετική «μαοϊκή» εφημερίδα L' Etincelle.[26]

Μια σαφέστατη απόδειξη της άμεσης διασύνδεσης των στελεχών του Aginter Press με την εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία, παρασχέθηκε από έναν από τους «ανταποκριτές» του Aginter Press στην Ιταλία, σε έκθεση που έστειλε το Νοέμβριο 1968 στην έδρα του «πρακτορείου» στη Λισαβόνα, η οποία ανακαλύφθηκε αργότερα και στην οποία περιγράφεται σαφώς το σχέδιο που εφαρμοζόταν:

«Σκεφτόμαστε ότι η πρώτη φάση πολιτικής δράσης μας πρέπει να συνίσταται στο να προωθηθεί μια κατάσταση χάους σε όλες τις δομές του καθεστώτος και η δραστηριότητά μας θα πρέπει να αποσκοπεί στην υπονόμευση του δημοκρατικού κράτους με ενέργειές μας που θα αποδίδονται σε κομμουνιστές ή φιλο-μαοϊκούς.

Για το σκοπό αυτό έχουμε ήδη διεισδύσει με ανθρώπους μας σε τέτοιες ομάδες και, προφανώς, θα πρέπει να προσαρμόσουμε τις ενέργειές μας στο περιβάλλον τους (με προπαγάνδα και βίαιες ενέργειες που θα φαίνονται ότι προέρχονται από τους κομμουνιστές αντιπάλους μας).
Με τη διείσδυση των προβοκατόρων μας στους κύκλους της επαναστατικής αριστεράς θα ωθήσουμε σε ρήξη τη σημερινή κατάσταση πολιτικής αστάθειας και θα δημιουργηθεί ένα κλίμα χάους. Οι φιλο-μαοϊκοί κύκλοι, που χαρακτηρίζονται από ανυπομονησία και ζήλο, είναι κατάλληλοι για διάβρωση.

Αυτές οι ενέργειες έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη εχθρότητα απέναντι σ' εκείνους που απειλούν την ειρήνη του έθνους (δηλ. την αριστερά). Πρέπει να χειριστούμε κατάλληλα την κοινή γνώμη ώστε να πειστεί για την αποτυχία και την ανικανότητα των νόμιμων αρχών και θεσμών και να εμφανιστούμε ως η μόνη δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί μια σταθερή κοινωνική, πολιτική και οικονομική λύση αυτή τη στιγμή.

Συγχρόνως πρέπει να επιδράσουμε στους πολίτες ώστε να στραφούν εναντίον της αποσύνθεσης που προκαλείται από τις ανατρεπτικές δραστηριότητες και την τρομοκρατία».[27]

Παρόμοιες ιδέες διατυπώνονται σε ένα τρομοκρατικό εγχειρίδιο που έγραψε ο Guerin-Serac, όπου υποστηρίζεται ότι ο ψυχολογικός σκοπός της τρομοκρατίας είναι: «η δημιουργία ενός κλίματος αβεβαιότητας ανησυχίας στις μάζες, το οποίο θα αυξήσει την επιρροή μας σ' αυτές και θα επιτρέψει, με την κατάλληλη χειραγώγησή τους, να μας αποδεχτούν ως λύση».[28]

Η τρομοκρατία στην Ιταλία και η ελληνική Χούντα

Οι μέθοδοι του «ανορθόδοξου πολέμου» εισήχθησαν στην Ιταλία μέσω των ακροδεξιών Ελλήνων συνταγματαρχών που τις είχαν ήδη εφαρμόσει με επιτυχία για την επιβολή του στρατιωτικού τους πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967.

Ο επικεφαλής του πραξικοπήματος συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλοι ανώτεροι υπάλληλοι ήταν συνδεδεμένοι με την ΚΥΠ (και με την CIA, παράρτημα της οποίας αποτελούσε η ΚΥΠ). Η CIA χρηματοδοτούσε, οργάνωνε και επάνδρωνε την ΚΥΠ και ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε υπηρετήσει ως σύνδεσμος της ΚΥΠ με τη CIA[29] και ήταν θιασώτης του δόγματος του «ανορθόδοξου πολέμου».[30] Πράκτορες του Παπαδόπουλου εφάρμοσαν με επιτυχία τη «στρατηγική της έντασης» στους μήνες που προηγήθηκαν του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967 στην Ελλάδα και χρησιμοποίησαν τις ίδιες μεθόδους που εφαρμόστηκαν αργότερα στην Ιταλία (τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις, πυρκαγιές και προκλήσεις που αποδόθηκαν στην «αριστερά», κ.α.).[31]

Όπως έχει αναφερθεί, η σημαντικότερη σύσκεψη (με τη συμμετοχή και των Guerin-Serac και Pino Rauti) έγινε τον Ιανουάριο του 1968. Αλλά η πραγματική ώθηση στις διαδικασίες των ακροδεξιών τρομοκρατικών προκλήσεων ακολούθησε άμεσα ένα άλλο σημαντικό γεγονός: Τον Απρίλιο του 1968, στελέχη διάφορων ιταλικών νεοφασιστικών οργανώσεων επισκέφτηκαν την Ελλάδα συνοδευόμενα από μερικούς Ελληνες νεοφασίστες που σπούδαζαν στην Ιταλία.[32]

Ανάμεσα στους Ιταλούς υπήρχαν εκπρόσωποι των ακροδεξιών οργανώσεων ON, AN, Europa Civilta, Nouva Caravella και της νεολαίας του νεοφασιστικού κόμματος MSI (Fronte Universitario di Anzione Nazionale, FUAN). Οι Ελληνες «τουρίστες» ήταν μέλη της ΕΣΕΣΙ, μιας οργάνωσης ακροδεξιών Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία που λειτουργούσε ως «βιτρίνα» για επιχειρήσεις της ΚΥΠ υπό την εποπτεία του Κωνσταντίνου Πλεύρη.[33]

Η επίσκεψη οργανώθηκε από τον Pino Rauti, ο οποίος είχε προσωπικές επαφές με την ελληνική ακροδεξιά, είχε επισκεφτεί την Ελλάδα μετά το πραξικόπημα της 21ηςΑπριλίου 1967 και είχε στενές σχέσεις με τη Χούντα που κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία. Πραγματικοί οργανωτές αυτής της επίσκεψης ήταν η ελληνική και ιταλική ΚΥΠ (ΚΥΠ και SID), στις οποίες ο Rauti υπηρέτησε ως «σύνδεσμος».[34]

Στις συσκέψεις που έγιναν στο πλαίσιο αυτό, πήραν μέρος ο Merlino και οSerpieri, αντιπρόσωποι του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος και οΚωνσταντίνος Πλεύρης, επικεφαλής του νεοφασιστικού γκρουπούσκουλου Κόμμα 4ης Αυγούστου, πράκτορας της ΚΥΠ και στενός συνεργάτης του Pino Rauti.[35]

Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν τον Πλεύρη ως αρχιτέκτονα της εφαρμογής της «στρατηγικής της έντασης» στην Ελλάδα και ως τον άνθρωπο που εκπαίδευσετους Ιταλούς ακροδεξιούς «τουρίστες» στις τρομοκρατικές τεχνικές που είχε εφαρμόσει ο ίδιος προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα για την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967.[36]

Ο Flamini καταχωρεί στο βιβλίο του μια δικαστική Εκθεση στην οποία αναφέρεται ότι «ο Κωνσταντίνος Πλεύρης είχε παρακολουθήσει επίσημα σεμινάρια για τη θεωρία του ανορθόδοξου πολέμου» και «ήταν επιφαλής του νεοφασιστικού Κόμματος 4ης Αυγούστου, που πήρε το όνομά του από την ημερομηνία που κατέλαβε την εξουσία ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, το 1936».[37]

Η διαπίστωση ότι οι Ιταλοί νεοφασίστες τρομοκράτες εκπαιδεύτηκαν στην Ελλάδα της δικτατορίας, επιβεβαιώνεται πλήρως από το γεγονός ότι οι Ιταλοί ακροδεξιοί «τουρίστες» μετά την επιστροφή τους από την Ελλάδα, εμφανίζουν μια οβιδιακή πολιτική μεταμόρφωση:

● Μέσα σε λίγες μέρες, ο Merlino ίδρυσε τη δήθεν «αναρχική» Oμάδα 22ηςΜαρτίου (Circolo ΧΧΙΙ Marzo) σε συνεργασία με νεοφασίστες.[38]
● Αλλοι ακροδεξιοί συγκρότησαν διάφορες δήθεν «αριστερές» ομάδες (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν η «αριστερή» φοιτητική κίνηση MovimentioStudentesco Operaia d' Avanguardia, η δήθεν «αναρχική» ομάδα GrupoPrimavera, η Banda ΧΧΙΙ de Luia's Attilo Strippoli και η ομάδα Ottobre του Diego Vandelii).
● Οι «ναζιστές-μαοϊκοί» Franco Freda και Giovanni Ventura ίδρυσαν πολλές δήθεν «αριστερές» ομάδες,[39] ενώ άλλοι νεοφασίστες διέβρωσαν γνήσιες αριστερές οργανώσεις και προσπάθησαν να τις προσανατολίσουν σε ενέργειες που προκαλούν τη βίαιη αντίδραση των αρχών:
▪ O Merlino διείσδυσε και διέσπασε την αναρχική ομάδα Circolo Bakunin (ΚύκλοςBakunin), ενώ
▪ οι Domenico Polli και Alfredo Sestili διέβρωσαν και διέσπασαν το μαοϊκό Partito Communista d'Italia/marxista-Leninista, PCdl/mjl (Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας), λειτουργώντας ως προβοκάτορες.[40]

● Η δεύτερη φάση της «στρατηγικής της έντασης» άρχισε το Νοέμβριο του 1968 και σηματοδοτήθηκε με πολυάριθμες βομβιστικές τρομοκρατικές ενέργειες, όταν ο Della Chiaie και οι συνεργάτες του τοποθέτησαν διάφορες βόμβες έξω από σχολεία και αστυνομικά τμήματα, προσπαθώντας να τις κάνουν να φαίνονται ως έργο των αριστεριστών.[41]
Η κατάσταση έγινε σοβαρότερη το 1969 (χρονιά κατά την οποία ό όρος «Ερυθρές Ταξιαρχίες» ήταν απολύτως άγνωστος):

Από τις 3/1 μέχρι τις 12/12/1969 (μέρα που οι νεοφασίστες πραγματοποίησαν τη σφαγή στην Πιάτσα Fontana του Μιλάνου) έγιναν τουλάχιστον 145 βομβιστικές ενέργειες από τους νεοφασίστες.
Από αυτές, οι 96 είχαν ως στόχο την αριστερά και οι υπόλοιπες 49 έγιναν σε διάφορους δημόσιους χώρους.[42]
Σύμφωνα με πιο πλήρη στοιχεία που αναλύθηκαν από τον Ugo Pecchioli, το 1969 οι νεοφασίστες διέπραξαν 312 τρομοκρατικές ενέργειες. Σχεδόν όλες αυτές οι τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις αποδόθηκαν από τις αρχές στην αριστερά.

Τον Απρίλιο 1969, μετά από σύσκεψη με τον Pino Rauti και τον Giannettini (νεοφασίστας και πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών που εμφανιζόταν ως «δημοσιογράφος»), τα μέλη της νεοφασιστικής ομάδας των Freda και Venturaέβαλαν διάφορες βόμβες στο Μιλάνο και την Πάδοβα που οι αρχές φρόντισαν να αποδόσουν στην αριστερά.

Ακολούθησε μια αλυσσίδα τρομοκρατικών πράξεων, οι οποίες αποδίδονταν «στερεοτύπως» στην αριστερά από τον συντηρητικό τύπο και τους αξιωματούχους της αστυνομίας που συνεργάζονταν με τους νεοφασίστες, με σκοπό να πειστούν τα μετριοπαθή στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των δυνάμεων ασφαλείας ότι βρισκόταν σε εξέλιξη ένα σχέδιο «κομμουνιστικής ανατροπής» και, έτσι, να δημιουργηθεί ένα πρόσχημα για πραξικοπηματική επέμβαση του στρατού.

Αυτή η διαδικασία κατέληξε σε μια σειρά 4 βομβιστικών ενεργειών στις 12 Δεκεμβρίου 1969 στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Από αυτές, η πλέον σοβαρή έγινε στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα (Banca Nazionale dell' Agricoltura) στην Πιάτσα Fontana, όπου 16 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 80 τραυματίστηκαν.[43] Λίγες μόνο ώρες μετά τη νεοφασιστική σφαγή, ο αστυνομικός διευθυντής του Μιλάνου ο επιθεωρητής Luigi Calabrese ενημέρωσε τον Τύπο ότι πίσω από τη σφαγή βρίσκονταν οι αναρχικοί, όπως ακριβώς είχε κάνει και μετά τις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις του Απριλίου του ίδιου έτους.[44]

Με βάση αυτή την ανακοίνωση, συνελήφθησαν ορισμένοι αναρχικοί που ανήκαν στην ομάδα Circolo 22 Marzo, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν ο Pietro Valpreda (ένας άνεργος χορευτής μπαλέτου που προηγουμένους είχε αρνηθεί «να συνεργαστεί» με την αστυνομία και να καρφώσει τους φίλους του)[45] και οGuiseppe Pinelli (ένας πολιτικά ενεργός αναρχικός που εκπαραθυρώθηκε από το κτίριο της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του).

Στη συνέχεια, ο Valpreda και οι ομοϊδεάτες του «χρεώθηκαν» με τις βομβιστικές επιθέσεις και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, για να αποδειχτεί μετά από 7 ολόκληρα χρόνια ότι η σφαγή ήταν έργο των νεοφασιστών: Η ομάδα Circolo 22 Marzo είχε διαβρωθεί από τον νεοφασίστα Merlino στα τέλη του 1969. Σκοπός του ήταν να πειστούν μερικοί γνήσιοι αναρχικοί να συμφωνήσουν στη διενέργεια βίαιων πράξεων, ώστε να μπορούν να κατηγορηθούν για τις βομβιστικές ενέργειες που σχεδίαζαν οι νεοφασίστες. Σ' αυτό το πλαίσιο, ο Valpreda και οι φίλοι του χρησιμοποιήθηκαν ως κατάλληλα εξιλαστήρια θύματα.[46]

Με άλλα λόγια, η βομβιστική ενέργεια και η σφαγή στην Πιάτσα Fontana δεν ήταν παρά ένα ακόμη έργο των νεοφασιστών, που υποκινήθηκε, βοηθήθηκε και καλύφθηκε από στελέχη της αστυνομίας και της ιταλικής ΚΥΠ (SID). Η ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών σ' αυτή την υπόθεση αποδείχθηκε με πολλούς τρόπους.[47]

Δυστυχώς, οι αρχικές καταδίκες των ακροδεξιών δολοφόνων αναιρέθηκαν στο εφετείο που απήλλαξε τους κατηγορούμενους με το αιτιολογικό των «μη επαρκών αποδείξεων». Αυτή είναι η συνήθης κατάληξη των δικών στις οποίες παραπέμπονται ακροδεξιοί τρομοκράτες (σε πλήρη αντίθεση με τις δίκες που αφορούν ακροαριστερούς), πράγμα που αποδεικνύει τη δυνατότητα των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας να επηρεάζουν αποφασιστικά τους Ιταλούς δικαστές. Κι αυτό αποδείχθηκε μερικά χρόνια αργότερα όταν μια δράκα έντιμων δικαστικών που διεξήγαγε τις ανακρίσεις, κατάφερε να υπερνικήσει τα πολιτικά και αστυνομικά εμπόδια, να ερευνήσει τα γεγονότα και να διατυπώσει κατηγορητήριο εναντίον των πραγματικών δραστών.

Στις 18/1/1977, επτά χρόνια μετά τη σφαγή στην Πιάτσα Fontana, διατυπώθηκε επισήμως κατηγορία γι΄αυτό το μαζικό έγκλημα εναντίον τριάντα τεσσάρων (34) νεοφασιστών και ανώτερων στελεχών των μυστικών υπηρεσιών. Αλλά μόνο τρεις, οι Freda, Ventura και Gianettini κάθησαν στο εδώλιο.[48] Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι «εξαφανίστηκαν» ή «διέφυγαν» από τη χώρα.

Ανάμεσα σ' αυτούς που διέφυγαν ήταν οι Delle Chiaie, Leroy και Guerin-Serac, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «οι πραγματικοί εγκέφαλοι του σχεδιασμού του εγκλήματος», σύμφωνα με αναφορά με ημερομηνία 17/12/1969 που υπήρχε στα αρχεία της ιταλικής ΚΥΠ (SID) και για την οποία υποστηρίχτηκε ότι «διέλαθε της προσοχής» της υπηρεσίας.

Στις 1/8/1985, στην κατ' έφεση εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, απαλλάχθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι για την πολύνεκρη βομβιστική ενέργεια στην Piazza Fontana του Μιλάνου.

Όλοι οι ερευνητές του φαινομένου της τρομοκρατίας στην Ιταλία, συμφωνούν με τη διαπίστωση του Borraccetti, ότι «η τελική απόφαση της απαλλαγής των κατηγορουμένων κατά την κατ΄ έφεση εκδίκαση της πολύνεκρης τρομοκρατικής βομβιστικής ενέργειας στην Piazza Fontana του Μιλάνου (για την οποία δεν επιλήφθηκε η δικαιοσύνη μέχρι τις 1-8-1985), ήταν η πλέον απαράδεκτη απ' όλες τις -πολλές και ελάχιστα διεξοδικές- των ακροδεξιών τρομοκρατών που έγιναν στην Ιταλία». [49]

Εν τω μεταξύ, η στρατηγική της έντασης συνέχισε να εφαρμόζεται στην Ιταλία.

Από το 1969 μέχρι το 1975 σημειώθηκαν 4.334 επίσημα καταγραμμένες πράξεις τρομοκρατικής βίας. Απ' αυτές, το 83% αποδόθηκε αρχικά στην άκρα αριστερά για να αποδειχτεί αργότερα ότι ήταν έργο της άκρας δεξιάς και των συνεργατών της στον κρατικό μηχανισμό.

Σ' όλη τη διάρκεια εκείνων των χρόνων, η Ιταλία αντιμετώπισε μια κατάσταση προκλητού χάους, την οποία χαρακτήριζαν:

● Κύματα βομβιστικών ενεργειών σε δημόσιους χώρους.
● Προσπάθειες να εκδηλωθεί ένα επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα.
● Διάβρωση των αριστερών οργανώσεων από ακροδεξιούς και πράκτορες των ιταλικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
● Συνεχείς προκλήσεις που καλύπτονταν πίσω από ένα «αριστερό» μανδύα».
● Μαζικές εξεγέρσεις (όπως αυτή στην περιοχή Reggio Καλαβρία το 1970).
● Πολυποίκιλη αποσταθεροποιητική δραστηριότητα των «αυτονομημένων» τμημάτων των μυστικών υπηρεσιών του στρατού και της αστυνομίας.

Αποτιμώντας αυτή την κατάσταση, ο στρατηγός Amorosino δήλωσε:

«Οι ιταλικές υπηρεσίες ασφαλείας, από τη SIFAR μέχρι τη SID, ήταν αναμεμειγμένες σε όλα τα σκοτεινά συμβάντα της τελευταίων χρόνων:
Από τις μαζικές τρομοκρατικές ανθρωποσφαγές μέχρι τις οικονομικές επιδοτήσεις της CIA.
Από την δράση εναντίον των εργατικών συνδικάτων μέχρι την βιομηχανική κατασκοπεία. Από το λαθρεμπόριο όπλων μέχρι τη διάθεση στρατιωτικών κονδυλίων για την ανάπτυξη προνομιακών σχέσεων με την κρατική βιομηχανία.
Από την πόλωση της πολιτικής ζωής (με την χρήση του συνόλου των διαθέσιμων αρχείων για πολίτες και κυβερνητικούς αξιωματούχους, για εκβιασμούς, δωροδοκίες και παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής) μέχρι την οργάνωση πραξικοπημάτων, που συνοδευόνταν από συστηματικές παρεμποδίσεις των δικαστικών ερευνών γι' αυτές τις εγκληματικές ενέργειες».[50]

Όλες αυτές οι ακροδεξιές τρομοκρατικές δραστηριότητες δεν κατάφεραν να προκαλέσουν και να επιβάλουν ένα δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ιταλία (κατά το πρότυπο της Ελλάδας το 1967, της Χιλής το 1973 και της Τουρκίας το 1971 και το 1980, όπου εφαρμόστηκε η ίδια πρακτική). Αλλά, πέτυχαν να προκαλέσουν το θάνατο εκατοντάδων αθώων ανθρώπων στην Ιταλία, τον τραυματισμό και την αναπηρία πολύ περισσότερων, να δημιούργησαν ένα γενικό κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, και να βοηθήσουν τον πολιτικό συντηρητισμό να θεσπίσει ανεμπόδιστα μια ολόκληρη σειρά σκληρών «αντιτρομοκρατικών» νόμων που είχαν και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων των Ιταλών.

Συμπεράσματα

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο ερευνών και αποκαλύψεων του τύπου οι ακροδεξιές φατρίες μέσα στις μυστικές υπηρεσίες και τις δυνάμεις ασφάλειας, που βοηθούσαν, κάλυπταν και προστάτευαν τις ακροδεξιές τρομοκρατικές ομάδες, φατρίες που πίσω από κάθε τρομοκρατική ενέργεια «ανακάλυπταν» την αριστερά. Και γι' αυτό, οι περισσότεροι ερευνητές, συμφωνούν ότι εκείνη την περίοδο «όλες σχεδόν οι ομαδούλες της εξω-κοινοβουλευτικής άκρας αριστεράς είχαν διαβρωθεί».[51]

Οπως αποδείχθηκε, οι περισσότεροι από τους ακροδεξιούς προβοκάτορες που υποδύονταν τους «αριστερούς», συνδέονταν με εκείνους που αναμείχθηκαν σε όλες τις προηγούμενες φάσεις της «στρατηγικής της έντασης». Ανάμεσα σ' αυτούς περιλαμβάνται:

● Ο Delle Chiaie, που ήταν ο πλέον ένθερμος υπέρμαχος της διάβρωσης της αριστεράς. Μετά την άμεση ανάμειξή του σε όλες σχεδόν τις προβοκατόρικες επιχειρήσεις στην Ιταλία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έδρασε ως καθοδηγητικό στέλεχος στις «επιχειρήσεις θανάτου» που οργάνωναν οι στρατιωτικές, παραστρατιωτικές και αστυνομικές μονάδες στην Ισπανία, την Αργεντινή και τη Χιλή.[52] Τελικά συνελήφθη στη Βενεζουέλα (1987) και εκδόθηκε στην Ιταλία για να δικαστεί για το πλήθος των τρομοκρατικών εγκλημάτων που είχε διαπράξει. Σ' εφαρμογή της πάγιας τακτικής της ιταλικής δικαιοσύνης σε όλες τις υποθέσεις που αφορούν την ακροδεξιά, με τη στερεότυπη αιτιολογία ότι υπήρχε «έλλειψη επαρκών αποδείξεων», το 1988 απαλλάχθηκε από την κατηγορία της άμεσης συμμετοχής του στην πολύνεκρη νεοφασιστική βομβιστική ενέργεια στην Μπολόνια (1980) και τον Φεβρουάριο του 1989 απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες για ανθρωποκτονίες κατά την νεοφασιστική βομβιστική επίθεση του 1969.[53]

● Ο Paolo Signorelli, ένας από τους βασικούς παράγοντες στην εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία. Στη δεκαετία του 1970 εγκατέλειψε τις φασιστικές ομάδες TP και Costruiamo I' Azione και εξελίχθηκε σε κοινοβουλευτικό υποψήφιο του MSI.

● Ο Pierluigi Paglai, διαβόητος για την άμεση συμμετοχή του στο δεξιό βολιβιανό «πραξικόπημα της κοκαϊνης» το 1980.[54]

● Ο Marco Affatigato, ένας από τους βασικούς υπόπτους που υπέδειξε η δικαστική έρευνα για τη σφαγή στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια το 1980.[55]
● Ο Franco Freda, διαβόητος «ναζιστής-μαοϊκός», ο Mario Tuti, ο Claudio Mutti, κ.α.[56]

Η διεξοδική έρευνα που έγινε σ' αυτό το πεδίο και αφορά τις γνωστότερες ακροαριστερές οργανώσεις, είναι αποκαλυπτική:

● Για τις ιταλικές Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigate Rosa): Υπάρχουν πολλά ύποπτα και αδιευκρίνιστα συμβάντα και καταστάσεις σχετικά με τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες», και ειδικότερα με το τμήμα που οργάνωσε και ηγήθηκε ο Mario Moretti. Ετσι, για παράδειγμα, δύο πρόσφατες μελέτες για την απαγωγή και τη δολοφονία του ηγέτη της ιταλικής χριστιανοδημοκρατίας Aldo Moro (1978), που ήταν υπέρμαχος της κυβερνητικής συνεργασίας με την αριστερά, δείχουν ότι οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» είχαν τη βοήθεια ορισμένων στοιχείων του ιταλικού υπόκοσμου, στελεχών των μυστικών υπηρεσιών και νεοφασιστών τρομοκρατών που συνδέονταν με τη μυστική ακροδεξιά Μασονική Στοά «Ρ2» του Licio Gelli και τη CIA. Η Μασονική Στοά P2 είχε 975 και πλέον μέλη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ανώτατοι αξιωματούχοι από το χώρο της πολιτικής (με εξαίρεση το ΚΚΙ), της οικονομίας και των ενόπλων δυνάμεων. Μέλη της ήταν οι επικεφαλής όλων των μυστικών υπηρεσιών και των βασικών μηχανισμών του στρατού και της αστυνομίας. Με βάση αυτό το «δυναμικό», η P2 είχε συγκροτήσει μια ολιγάριθμη «παράλληλη» ή «σκιώδη» κυβέρνηση που καθόριζε αποφασιστικά τη διαμόρφωση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Ιταλίας σε όλα τα επίπεδα.[57] Τα μέχρι σήμερα αποκαλυφθέντα στοιχεία από τις κοινοβουλευτικές και δικαστικές έρευνες απέδειξαν ότι υπήρχαν άμεσες διασυνδέσεις ανάμεσα στη Μασονική Στοά P2 και ακροδεξιές τρομοκρατικές ομάδες σε όλες σχεδόν τις πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις από την Piazza Fontana (1969) μέχρι τη Μπολόνια (1980).[58]

● Για τη γαλλική Αμεση Δράση (Action Directe): Ορισμένα από τα μέλη της (μεταξύ των οποίων και ο Frederic Oriach, αρχηγός της αντισιωνιστικής «Ομάδας των Διεθνιστών») προηγουμένως είχαν πάρει μέρος στις αποκαλούμενες Brigades Internationales, μια μαοϊκή οργάνωση «ομπρέλα» που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, χρησιμοποιούσε διάφορα ονόματα και ειδικευόταν σε «πολιτικές δολοφονίες διπλωματών που υπηρετούσαν στο Παρίσι».[59]

Ανάμεσα σ' αυτές περιλαμβάνεται και η δολοφονία του στρατηγού Joaquin Zentano Amaya, βολιβιανού πρεσβευτή στο Παρίσι και τέως βασανιστή, από τη «Διεθνή Ταξιαρχία-Τσε Γκεβάρα» (!) στις 10-5-1976 που αρχικά αποδόθηκε στην αριστερά και, εκ των υστέρων, αποδείχθηκε ότι είχε γίνει από πράκτορες των Βολιβιανών μυστικών υπηρεσιών και τρομοκράτες της Ομάδας Paladin του Otto Skorzeny,[60]στο πλαίσιο της τρίτης φάσης της διαβόητης αμερικανικής «Επιχείρησης Κόνδωρ» (κοινή Επιχείρηση των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και των δικτατορικών καθεστώτων της Νότιας Αμερικής: Αργεντινής, Βολιβίας, Βραζιλίας, Χιλής, Παραγουάης και Ουρουγουάης).[61]

Αλλες αξιοσημείωτες επισημάνσεις αφορούν το γεγονός ότι πολλές αριστερίστικες ομάδες δεν εμπιστεύονταν την Action Directe γιατί «ήταν απολύτως διαβρωμένη από την αστυνομία» (η Action Directe αργότερα, ανέπτυξε διασυνδέσεις με την GRAPO, μια ισπανική δήθεν «αριστερίστικη» ομάδα που καθοδηγούνταν από τέως αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών του φρανκικού καθεστώτος που επεδίωκαν να σαμποτάρουν τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία μετά το θάνατο του Φράνκο).[62]

● Για την ισπανική GRAPO (Crupos de Resistencia Antifascistas Primero deOctubre): Η GRAPO καταγγέλθηκε πολλές φορές ότι ελεγχόταν από ακροδεξιούς προβοκάτορες. Είχε διαβρωθεί και καθοδηγείτο από μια παράλληλη μυστική υπηρεσία γνωστή ως SCOE (Servicio de Coordinacion, Organizacion y Enlace), η οποία ήταν άμεσος διάδοχος του «Τμήματος Τεχνικών Υπηρεσιών» της DGS και η οποία επανδρωνόταν κυρίως με φασίστες και άλλους ακροδεξιούς που ζούσαν εξόριστοι στην Ισπανία.[63]

● Για τη δυτικογερμανική Φράξια Κόκινος Στρατός (Rote Armee Fraktion/ RAF): Όπως αποδείχθηκε, η δυτικο-γερμανική νεοναζιστική ομάδα Odfried Hepp, που προσλήφθηκε ως «προβοκάτορας» από τη Bundeskriminalamt (BKA), συμμετείχε, μαζί με άλλους νεοναζί, σε μία σειρά από ληστείες τραπεζών και βομβιστικές επιθέσεις εναντίον εγκαταστάσεων του ΝΑΤΟ, για τις οποίες κατηγορούνταν στερεοτύπως οι αριστερές εξτρεμιστικές ομάδες RAF (Rote Armee Fraktion) και RZ(Revolutionare Zellen).[64]

Το συμπέρασμα από την παραπάνω προσέγγιση είναι προφανές: Στην Ευρώπη, κατά την κρίσιμη μεταπολεμική περίοδο, οι προσπάθειες των ακροδεξιών τρομοκρατών και των ακροδεξιών φατριών στον κρατικό μηχανισμό (που καθοδηγούσαν, εξόπλιζαν και κάλυπταν τους τρομοκράτες) αποσκοπούσαν:

● αφενός στην (εν πολλοίς, επιτυχημένη) διάβρωση και χειραγώγηση των ακροαριστερών οργανώσεων από ακροδεξιούς προβοκάτορες, και
● αφετέρου στην ενοχοποίηση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς για τις δικές τους τρομοκρατικές δραστηριότητες.

Στόχος αυτών των ενεργειών ήταν να δημιουργηθεί ένα κλίμα φόβου και χάους που θα αποσταθεροποιoύσε τους θεσμούς, θα τρομοκρατούσε την κοινή γνώμη και θα καθιστούσε ανεκτή την κατάληψη της εξουσίας από ακροδεξιούς στρατιωτικούς. [65]

από το «Ανιχνεύσεις» μέσω του «iskra.gr»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allen Charles R.: Nazi War Criminals in America: The Basic Handbook (New York, Highgate House, 1985).

Amorosino Sandro, Gen.:. «I Servizi di Securezza» (Politica del Diritto, August 1976).
Ashman Charles: The CIA-Mafia Link (New York, Manor, 1975).
Athenian (Ρόδης Ρούφος): Inside the Colonels' Greece (London, Chatto and Windus, 1972).
Berger Martin: Historia de la Logia Masonica P2 (Beunos Aires, EI Cid, 1983).
Bernard Thomas: Les Provocations Policieres: Quand la Politique devient un Roman (Paris, Fayard, 1972).
Black George: «Delle Chiaie: From Bologna to Bolivia» (The Nation, 25 April, 1987).
Campbell Rodney: The Luciano Project: the Secret Wartime Collaboration of the Mafia and the US Navy (New York, McGraw-Hill, 1977).
Chairoff Patrice: Dossier B... Comme Barbouzes (Alain Moreau, Paris, 1975). Ελληνική έκδοση: Φάκελος Μπ... όπως Μπαρμπούζ. Δίδυμοι, Αθήνα, 1975). Ο Chairoff (πραγματικό όνομα: Ivan Dominique Catzi), ήταν νεοφασίστας και πράκτορας των δυτικών μυστικών υπηρεσιών και για πολλά χρόνια εμφανιζόταν ως «δημοσιογράφος» αριστερίστικων εφημερίδων.
Christie Stuart: Stefano Delle Chiaie: Portrait of a Black Terrorist (London, Refract/Anarchy, 1984).
Colby William Colby: Honourable Men: My Life in the CIA (New York, Simon and Schuster, 1978)
Collin Richard: The De Lorenzo Gambit: the Italian Coup Manque of 1964(Beverley Hills, Sage, 1976).
Comitato di Controinformazione – Pinelli (1970)
De Lutiis Giuseppe (ed): La Strage: L'Atto d'Accusa dei Giudici di Bologna(Rome, Riuniti, 1986).
De Lutiis Giuseppe: Storia dei Servizi Segreti in Italia (Rome, Riuniti, 1971).
De Simone Cesare: La Pista Nera: Tattica dell' Infiltrazione e Strategia delle Bombe: il Complotto Fascista contro la Repubblica (Rome, Riumiti, 1972).
Del Boca Angelo & Mario Giovana:. Fascism Today: A World Survey (New York, Pantheon, 1969).
Faenza Roberto & Marco Fini: Gli Americani in Italia (Milan, Feltrenelli, 1976). Η εργασία τους βασίζεται κυρίως σε ντοκουμέντα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που αποχαρακτηρίστηκαν με βάση τον νόμο περί ελευθερίας των πληροφοριών (FOIA).
Flamini Gianni: I1 Partito del Golpe: La Strategie della Tensione e del Terrore dalPrimo Centrosinistra Organico al Sequestro Moro (Ferra, Bovolenta, 1981-5, Vol 1., τ. 2).
Gonsalez-Mata Luis M.: Cygne (Paris, Grasset, 1976). Ελληνική έκδοση: Οι Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου (Λογοθέτης, Αθήνα, 1989).
Hamon Alain & Jean-Charles Marchand : Action Directe: Du Terrorisme Francaise a L' Euroterrorisime (Paris, Seuil, 1986).
Harmon Christopher: «Left Meets Right in Terrorism: A Focus on Italy» (Strategic Review, Winter 1985).
Journal – Bulletin d' Information sur Intervention Clandestine (Γαλλία).
Journal – Celcius, το πρώην Article 31 (Βέλγιο).
Journal – Covert Action Information Bulletin (ΗΠΑ).
Journal – Intelligence-Parapolitics, που σήμερα κυκλοφορεί ως Intelligence Newsletter (Γαλλία).
Journal – Lobster (Ηνωμένο Βασίλειο).
Journal – Loftus.
Journal – National Reporter, το πρώην Counterspy που προσφάτως ανέστειλε την έκδοσή του (ΗΠΑ).
Journal – Searchlight (Ηνωμένο Βασίλειο).
Journal – State Research Bulletin, που έπαυσε προσφάτως να εκδίδεται (Ηνωμένο Βασίλειο).
Journal – The Public Eyes (Βέλγο).
Kruger Henrik: The Great Heroin Coup – Drugs, Intelligence & International Fascism (South End Press, Boston, 1980).
Lanteri Roger T.: «L' Internationale Noire» (L' Express, 21 February 1977)..
Larkin Bruce D.: China and Africa 1949-70: The Foreign Policy of the People's Republic of China (Berkeley, University of California, 1971).
Laurent Frederick: L' Orchestre Noir (Paris, Stock, 1978).
Magazine - Der Stern (από 10-5-1984 μέχρι 14-6-1984).
Marshall Jonathan: «Opium and the Politics of Gangsterism» (Bulletin of Concerned Asian Scholars, July-September 1976).
McCoy Alfred: The Politics of Heroin in Southeast Asia (New York, Harper, 1972).
Meynaud, Jean: Rapport sur I' Abolition de la Democratie en Grece (Montreal, Bibliographie Nationale du Quebec, 1970).
Newspaper – Daily Telegraph,21/2/1989.
Newspaper – Times, London,3-2-1977.
Newspaper – New York Times,15-1-1977.
Philip Paul: International Terrorism: the Propaganda War (unpublished MA thesis,San FranciscoStateUniversity, 1982).
Pike Report: CIA: The Pike Report (Nottingham (UK), Spokesman, 1977).
Roger M. & X. Lanteri : «L' Intemationale Noire» (L' Express, 21 Φεβρουαρίου 1977, σ. 34).
Scott Peter Dale: Covert Action Information Bulletin (1986), Loftus (1984),Lobster (1986).
Servadio Gaia: Mafioso: a History of the Mafia from its Origins to the Present Day(New York, Stein and Day 1976),
US: Government Accounting Office Comntroller General (1985).
Victor Serge: What Everyone Should Know about State Repression (London, New Park, 1979 – first edition 1926),
Γρίβας Κλεάνθης: Πλανητική κυριαρχία και «ναρκωτικά»: Τα ναρκωτικά ως εργαλείο της αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (Αθήνα, Λιβάνης, 1997), σ. 319-353.
Διακογιάννης Κυριάκος: Γιατί πήρα μέρος στη συνομωσία της Χούντας και της ΚΥΠ εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου και της Ελληνικής Δημοκρατίας (Montreal, Patris, 1968)
Καράγιωργας Γιώργος: Από τον ΙΔΕΑ στη Χούντα (Αθήνα, Παπαζήσης, 1975)
Κάτρης Γιάννης: Η Γέννηση του Νεοφασισμού, Ελλάδα 1960-1970 (Geneve, Editex, 1971).
Κλείτσικας Νίκος: Ο Γόρδιος δεσμός της τρομοκρατάς και το Ενοπλο Κόμμα(Αθήνα, Προσκήνιο, 2003)
Κλείτσικας Νίκος: Το Ελληνικό Φοιτητικό Κίνημα και ο Αντιδικτατορικός Αγώνας στην Ιταλία (Αθήνα, Προσκήνιο, 2000)
Κλείτσικας Νίκος: Φαινόμενα τρομοκρατίας (Αθήνα, Προσκήνιο, 2003)
Λεντάκης Ανδρέας: Παρακρατικές Οργανώσεις και 21η Απριλίου (Αθήνα, Καστανιώτης, 1975)
[1] Οι γαλλικές αρχές κατέγραψαν στους 10 πρώτους μήνες του 1980, 122 ακροδεξιές τρομοκρατικές ενέργειες.
[2] Bernard (1972). Serge (1979), σ. 4-21.
[3] Allen, Ashman,Campbell, Kruger,Marshall, McCoy, Servadio (σ. 79-94), Γρίβας (σ. 319-53).
[4] Loftus (1982). US Government Accounting Office Controller General (1985).
[5] Η εξαιρετική δουλειά του δημοσιογράφου Henrik Kruger και τα βιβλία των Patrice Chairoff, Luis M. Gonzalez-Mata, Frederick Laurent, Christie Stuart, Κλεάνθη Γρίβα, Νίκου Κλείτσικα, κ.α. Βλ. Βιβλιογραφία.
[6] Laurent (ο.π.), Chairoff (σ. 253-4, 464-5), Gonsalez-Mata (σ. 153) και M. Roger & X. Lanteri (1977, σ. 34).
[7] Laurent (σ. 120-2), Chairoff (ο.π., σ. 158).
[8] Laurent (ο.π., σ. 135-6). Ο Guerin-Serac έγραψε ένα σύντομο «Εγχειρίδιο του Τέλειου Τρομοκράτη».
[9] Ορισμένοι απ' αυτούς που εκπαιδεύτηκαν στα σεμινάρια του Aginter Press, αργότερα αναφέρθηκαν σε κείμενα του Ιταλού ναζι-φασίστα δημοσιογράφου Guido Giannettini. De Lutiis (σ. 168-9).
[10] Laurent (σ. 148).
[11] Laurent (σ. 148-51)
[12] Robert Leroy: Πρώην μέλος της Action Francaise του Charles Maurras. Πράκτορας του καθεστώτος του Βισύ, των Waffen SS και της Ομάδας Καταδρομέων του Otto Skorzeny. Μεταπολεμικά δούλευε ως πράκτορας της υπηρεσίας πληροφοροριών του ΝΑΤΟ και της δυτικο-γερμανικής BND.
[13] Laurent (σ. 154-6)
[14] Larkin (σ. 44-5, 63-8).
[15] Chairoff (σ. 148-, 154).
[16] Scott, Covert Action Information Bulletin (1986, σ. 5-7,11-14) και Loftus (1984, σ. 11).
[17] Faenza & Fini (σ. 32-σημ. 5 και 318-30). Η εργασία τους βασίζεται κυρίως σε ντοκουμέντα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που αποχαρακτηρίστηκαν με βάση τον νόμο περί ελευθερίας των πληροφοριών (FOIA).
[18] Faenza & Fini (σ. 169, 262-6) και Christie (σ. 2-5).
[19] Faenza & Fini (σ. 288-330). Αρκετά στοιχεία αναφέρονται στην Ερευνα της Εξεταστικής Επιτροπής του αμερικανικού κογκρέσου υπό την προεδρία του ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Otis Pike, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο CIA: The Pike Report (1977), σ. 193-5. Βλ. την (αποκαλυπτική) εκδοχή του τέως διευθυντή της CIA, Colby (σ. 108-40).
[20] Christie (σ. 24-70, 76-41, 109-23), Laurent (σ. 169-288), De Lutiis (σ. 95-300), Gonzalez-Mata (σ. 78-99).
[21] Del Boca & Giovana (σ. 158-9).
[22] H SIFAR αναδιοργανώθηκε και μετονομάστηκε σε SID μετά την αποκάλυψη του πραξικοπήματος που σχεδίαζε ο τέως διοικητής της στρατηγός General Giovanni. Βλ. Collin (1976).
[23] Laurent (ο.π., σ. 201-8), Christie (ο.π., σ. l39-40). Τα πρακτικά της συνεδρίασης κυκλοφόρησαν από τον ακροδεξιό σχολιαστή Eggardo Beltrametti (1965).
[24] Η συσκεψη οργανώθηκε από τη «Nouvel Ordre Europeen/Neue Europaische Ordung» (Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη) και χρηματοδοτήθηκε από την Ordine Nuovo. Αργότερα, ο Delle Chiaie χρησιμοποιούσε «δημοσιογραφική» ταυτότητα του Aginter Press με το όνομα Roberto Martelli. (Laurent, σ. 211).
[25] Laurent (σ. 173,176).
[26] Stajano & Fini (σ. 50-1).
[27] Tο ντοκουμέντο δημοσιεύτηκε από τον Laurent (σ.169-71). Αρκετοί θεωρούν ότι έχει γραφεί από τον Della Chiaie.
[28] Lanteri (L' Express, 21 February 1977)..
[29] Για τις στενές σχέσεις μεταξύ της CIA και της ΚΥΠ και του Παπαδόπουλου, βλ. Athenian-Ρόδης Ρούφος (σ. 73). Κάτρης (σ. 44-6). Laurent (σ. 238-41). Meynaud (σ. 249-51), κ.α.
[30] Meynaud (σ. 240).
[31] Laurent (σ. 236-8), Stajano & Fini (σ. 126), Meynaud (σ. 221-31), Διακογιάννης (1968), Καράγιωργας (1975), Λεντάκης (1975).
[32] De Simone (σ. 9-28).
[33] Stajano & Fini (σ. 121-8).
[34] De Lutiis (σ. 97).
[35] Για τον Κων. Πλεύρη, βλ. De Simone (σ. 18-19), Stajano & Fini (σ. 126-8), Laurent (σ. 175, 236).
[36] De Simone (σ. 15,52-4), Stajano & Fini (σ. 126).
[37] Flamini (τ. 1, σ. 150)
[38] Για τις έκνομες δραστηριότητες του Merlino: Stajano & Fini (σ. 47-63).
[39] Stajano & Fini (σ. 45-72 και 79-80), De Simone (σ. 56).
[40] Stajano & Fini (σ. 80-1)
[41] De Simone (σ. 42-5).
[42] Stajano & Fini (σ. 26-27).
[43] Flamini (σ. 120). Stajano & Fini (1971, σ. 25-6 & 1977, σ. 5), Laurent (σ. 7).
[44] Stajano & Fini (ο.π.)
[45] Laurent (σ. 7), Stajano & Fini (σ. 5-34).
[46] Stajano & Fini (ο.π.,) σ. 57-60. Η ομάδα «Circolo 22 Marzo» δεν πρέπει να συγχέεται με την «Circolo XXII Marzo» που συγκροτήθηκε εξ' ολοκλήρου από προβοκάτορες νεοφασίστες.
[47] Σχετικά μ' αυτή την υπόθεση, το γενικό της περίγραμμα δίνεται από τον Laurent.
[48] Laurent (σ. 208-209).
[49] Ενδιαφέρουσες επισκοπήσεις αυτών των δικών (σκοπιμότητας) έγιναν από τους Borraccetti και Nunziata (1985).
[50] General Amorosino Sandro (σ. 383).
[51] De Simone (σ. 55).
[52] Για μια γενική επισκόπηση της καριέρας των αποκαλούμενων «Μαύρων Βομβιστών»: Christie (σ. 71-128), Black (The Nation, 25-4-1987, σ. 525, 538-41).
[53] Daily Telegraph21/2/89.
[54] Harmon (Strategic Review, Winter 1985, σ. 43). Για το ρόλο των Ευρωπαίων φασιστών στο ακροδεξιό πραξικόπημα στη Βολιβία στις 17-7-1980, βλ. τα 6 σχετικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Der Stern από τις 10-5-1984 μέχρι τις 14-6-1984.
[55] Harmon (σ. 44-5).
[56] Harmon (σ. 43-4).
[57] Για την, τεράστιας σημασίας, οργάνωση της Μασονικής Στοάς P2, βλ. Berger(1983).
[58] De Lutiis (σ. 185-223, 293-4, 303-80), κ.α.
[59] Hamon & Marchand (σ. 28). Για την Ομάδα Oriach, στο ίδιο, σ. 101.
[60] Για την Ομάδα Paladin: Chairoff (σ. 58-9, 256), Gonzalez-Mata (σ. 164-7). De Lutiis (σ. 169-73).
[61] Kruger (σ. 212-3).
[62] Για τις διασυνδέσεις μεταξύ Action Directe και GRAPO: Harmon & Marchand (σ. 162).
[63] Gonsalvez-Mata (σ. 266-74). Peter Dale Scott (1986, Lobster 12, σ. 19), New York Times (15-1-1977, σ. 7), London Times (3-2-1977, σ. 16).
[64] Eνα εξαιρετικό άρθρο του γερμανικού τύπου αναδημοσιεύτηκε στοIntelligence/Parapolitics 67 (July 1985), σ. 18-20 και ένα άλλο στοIntelligence/Parapolitics 62 (February 1985), σ. 2.

[65] Σίγουρα υπάρχει ένα πλήθος καλόπιστων ακροαριστερών που συμμετείχαν σε προβοκατόρικες τρομοκρατικές ενέργειες. Σε σχέση μ' αυτούς, η σοβαρότερη δυσκολία έγκειται στο να καθοριστεί σε ποιό ακριβώς σημείο τελειώνει η αριστερίστική ηλιθιότητα και σε ποιο ακριβώς σημείο αρχίζει η ακροδεξιά χειραγώγησή τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

UA-49932466-1